Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (3)

Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
του Α΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος (2008)

Το χρώμα
της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου

Εκείνη η πελάτισσα, η μελαχρινούλα, δεν είχε αδερφό μπογιατζή; Eλαιοχρωματιστή γιε μου. Τί έκφραση; Προσεχτική η μάνα. Σε προτάσεις, λέξεις, λόγια, συλλαβές. Το νόημα κι από ένα άρθρο αλλάζει, παιδί μου. Ελαιοχρωματιστής, που θα άνοιγε μαγαζί με βαφτικά, είδη ψησταριάς, εργαλεία. Στον Άγιο Δημήτριο. Να τον φώναζε να δει τον χώρο; Να του ζητούσε προσφορά; Μία χούφτα τετραγωνικά όλα κι όλα, τι προσφορά να δώσει; Κι απ’ το τηλέφωνο να τον ρωτήσει, το ίδιο κάνει. Πόσα να χρεώνει για μία γκαρσονιέρα; Να τον έπαιρνε; Δεν θέλει. Ούτε τηλέφωνο να πάρει, ούτε προσφορά. Λεφτά μόνο και στο δρόμο να βγει. Ευτυχώς, σήκωσε χθες κι έχει πάνω του. Δε χρειάζεται να περάσει από ΑΤΜ. Απευθείας στο μαγαζί θα πάει. Στον κυρ Γιάννη, στη γωνία. Θα φορτωθεί πάλι μπογιές, πινέλα, νέφτι. Θα αγοράσει μουσαμάδες, γυαλόχαρτα. Ρολό, υπάρχει από την προηγούμενη φορά. Κανας χρόνος πάει; Θέλει το σπίτι βάψιμο γιε μου. Κάθε δύο χρόνια, σίγουρα. Οι τοίχοι να ξεβρωμίζουν. Nα χωθεί το καθαρό σε κάθε πόρο. Να τρυπώσει το καινούργιο σε κάθε ρωγμή. Θέση να πάρει του παλιού. Θ’ αρέσει και στην Έλενα φρεσκοβαμμένος ο χώρος. Καινούργια, σε θέση παλιού. Νέο ξεκίνημα. Πνοή καινούργια. Φύσημα. Να το νιώσει η Έλενα. Αυτός, να το νιώσει. Κόλλησε της μάνας το κουσούρι. Κάθε δύο χρόνια περνά το σπίτι, μία στρώση σίγουρα. Πάει περισσότερο από χρόνος. Δεκατέσσερις μήνες, δεκαπέντε; Σχεδόν δεν στέγνωσε το ρολό απ’ τη λαδομπογιά. Χρόνος και βάλε. Σχεδόν δεν στέγνωσε το σεντόνι απ’ τον ιδρώτα. Της. Καλά τα λέει η μάνα. Ένα αρθράκι τόσο δα, όλα τ’ αλλάζει. Ούτε η πετσέτα που της πρόσφερε να σκουπιστεί. Άκρες σκισμένες. Φθορά. Τόσα χρόνια πλυντήρια, υψηλές θερμοκρασίες, τώρα μόλις άρχισε να χαμηλώνει εντάσεις. Δεν πλένει στους εννενήντα, με πρόπλυση. Δε ζει στους εκατό, στο πλήρες. Αγορασμένες δύο πεντάδες, μια για κείνον, μια για τον Σωκράτη. Προσεχτική μάνα, πάντα. Παντού. Όσες στον έναν, τόσες στον άλλον. Αν δεν προσέχεις στις μικρολεπτομέρειες τα παιδιά σου, σαν έρθει η ώρα της ουσίας, πως θα ξέρεις να το κάνεις;

Θα χρειαστεί να σκεπάσει το παρκέ. Μην το πληγώσουν πιτσιλιές. Εφημερίδες φυλαγμένες κάτω απ’ τον νεροχύτη. Αυτό που κάποτε ήταν νέο, διπλώθηκε παλιό. Στη μέση. Τις κρατά. Χρειάζονται. Καθαρίζει ψάρια όταν καταφέρνει να πάει λαϊκή. Βολεύουν την Έλενα, όποτε έρχεται σπίτι. Τυλίγει κουκούτσια πεπονιού. Ζουμιά. Λαδόκολλες από σουβλάκια όταν παραγγέλνουν. Μικρή κουζίνα να την φλομώνει οσμές. Μυρίζει. Όμως. Προσθέτει η μάνα λέξεις, όπου ξεχνιέται. Αφαιρεί. Οι αισθήσεις μυρίζουν περισσότερο κι από ξεφλουδισμένο κρεμμύδι. Μάτια ανάβουν, κατσαρόλες θορυβούν. Ο τέντζερης που παίρνει θέση. Η ομορφιά του μαγειρέματος ηχεί. Απλώνει φρέσκο ελαιόλαδο στον πάτο. Ανακατεύει με μακρυά κουτάλα. Mακαρόνια με κιμά φτιάχνω, εσύ; Πάλι κιμάδες; Δεν μου αρέσουν οι κιμάδες, μωρέ. Συκώτι μοσχαρίσιο εγώ, με δεντρολίβανο. Το έσβυσα με πορτοκάλι. Να δούμε τι θα βγει. Υπέροχο θα βγει. Τα σάλια μου τρέχουν. Είπε. Έτρεξαν. Απ’ το τηλέφωνο. Οι ήχοι των λέξεων, η οσμή τους. Όλα μυρίζουν. Τρυπώνουν σε καλώδια οι αισθήσεις. Χωρούν. Λατρεύω το βασιλικό. Το σκόρδο. Πεθαίνω για την μυρωδιά του. Κι εγώ. Είπε. Μελιτζάνες να φτιάξεις μια μέρα, με ντομάτα στον τρίφτη και σκελίδες μεγάλες. Σε τηγάνι βαθύ. Ούτε μαϊντανοί, ούτε κρεμμύδια. Της γιαγιάς συνταγή. Μόνα τους τέσσερα υλικά. Αρκεί να μην έχεις κάπου να πας. Ή να φιλήσεις. Μου αρέσουν τα φιλιά με σκόρδο. Κι εμένα. Όλο κι έμενα έλεγε. Έλεγαν.

Να συγκεντρώσει τα χαρτιά του γραφείου σε μια μεριά. Ιδέες. Να σκεπάσει τον υπολογιστή. Να χώσει σε συρτάρια ό,τι μπορεί. Λαθραία να κρύψει νωπές εκτυπώσεις. Σε γέρικες σημειώσεις πλάι. Σε χώρο που ‘χουν καιρό κεκτημένο. Για λίγο να τις καταχωνιάσει. Ίσα να κάνει τη δουλειά του. Θλίψη το προσωρινό. Το παροδικό. Πένθος. Όταν το ζεις. Αφού περνά. Να απλώσει μουσαμάδες σε κάθε ράφι. Να τους στερεώσει, μη γλυστρούν. Κάτι πινέζες έχει φέρει η Έλενα. Να αναποδογυρίσει κορνίζες, ρυτίδες, μνήμες. Τον κολλητό. Την κουμπάρα. Ίδιο όνομα με την πελάτισσα. Θα μπορούσε στον αδερφό της να αναθέσει τη δουλειά, μα η κούραση τον ξεκουράζει, ο μόχθος. Βρεγμένο ηλιοβασίλεμα, ανάποδα. Με φίλο. Κάποιες διακοπές. Αν είναι ακόμα με την Έλενα το καλοκαίρι, θα μπει και δικό τους στο ράφι. Υπάρχει ζευγάρι χωρίς ηλιοβασίλεμα; Ζευγάρι χωρίς ήλιο. Χωρίς μέρα. Ζευγάρι ή ζευγάρωμα; Στο κρεβάτι απλώνει μουσαμά χοντρό. Σπίτι που βάφεται πένθος θυμίζει. Όλα σκεπασμένα και νεκρά. Όλα έτοιμα να αναστηθούν. Aφού τελειώσει. Τώρα σταυρώνονται σε Κρανίου Τόπο. Δε γουστάρω το Πάσχα. Εγώ το αγαπώ. Αντίθεση. Θλίψη. Λύτρωση. Θάνατος. Ανάσταση. Εγώ καθόλου. Με κουράζει η Μ. Εβδομάδα. Τα Χριστούγεννα καλύτερα, αν και πριν χρόνια είχα κατάθλιψη. Κουράγια έψαχνα να γιορτάσω. Σιωπηλή περπατούσε. Περπατούσαν. Βραδάκι ανοιξιάτικο. Ρούχα ελαφρά. Κρύωνε με το κοτλέ της σακάκι. Πέφτει υγρασία βράδυ στην Αθήνα. Αγιάζι. Διαπεραστικό. Ανατρίχιασε. Λεπτό το πουλόβερ της. Ζεστάθηκε με το τσάι που ήπιαν. Στο στέκι του. Ρούχα χοντρά. Αφόρητα ζέσταινε το ζαχαρί μπουφάν. Ήταν που περπάτησαν ώρα. Που βιαζόταν μην αργήσει. Εκείνη. Που δεν ήθελε να βιάζεται. Εκείνη. Εκείνος. Έφευγε αύριο. Ταξίδι. Δεν θα μπορούσαν να μιλούν για μέρες. Αβάσταχτο. Συνέχεια την σκεφτόταν. Σχέδια της ζωγράφιζε στο αεροπλάνο. Λέξεις της έγραφε. Λέξεις της έψαχνε. Σε άλλη γλώσσα, σε νόημα ίδιο. Τόσο γλυκιά. Ούτε βδομάδα και δε βαστιόταν. Μα βάστηξε. Το βάστηξαν. Ούτε κουβέντα κι είναι πάνω από χρόνος. Το βαστούν. Ιδρώνει. Συμμαζεύει. Ξύνει. Παρελθόν. Ατέλειες. Με γυαλόχαρτο άγριο. Ιδρώνει. Χοντρό το πλεκτό του πουλόβερ. Ανοιξιάτικη βραδιά. Πέρασμα. Από χοντρά ρούχα, λεπτά. Ούτε ξέρεις τι φοράς. Από κρύο, ζέστη. Ούτε ξέρεις τι αισθάνεσαι. Από κλείσιμο, άνοιγμα. Από πριν, μετά. Ούτε ξέρεις τι νιώθεις. Σχίστηκε η ζωή. Ορίστηκε. Στο πριν. Στο μετά. Από εκείνην. Πέρασμα. Πάσχα. Σε κανα μήνα κοντοζύγωνε. Στενοχωριέμαι που έχεις περάσει τέτοιες γιορτές. Από φέτος που γνωριστήκαμε, μαζί. Το εννοούσε. Δεν έγινε. Το Πάσχα δεν το θέλει. Καθόλου. Καλό που βλέπει τους γονείς αλλά, άντε νήστευε για χατίρι τους, άντε μπες στο χατίρι τους. Μπορείς αν θες να μην νηστέψεις. Θέλω. Για εκείνους. Τους βλέπω λίγο, να τους στενοχωρώ; Ευαίσθητος είσαι. Είναι. Ευαίσθητος. Το ξέρεις κι εσύ μάνα. Πάντα το ήξερες, το έλεγες. Δεν μου φαίνεται. Είμαι.

Ξεκρεμά την αγαπημένη αφίσα. Κολλημένο το βλέμμα. Της. Επάνω. Ακόμα. Είναι που είχαν ίδιο χρώμα. Η αφίσα το μαγνήτισε ή εκείνο την αφίσα; Ίδιο. Αγαπημένο. Συνέχεια της αφίσας. Το ήξερε ότι ήταν; Αγαπημένο. Αγαπημένη. Το ένιωσε; Την τυλίγει προσεχτικά, σε ρολό. Την λατρεύει. Στων ρούχων το ντουλάπι, κοντά σε μπλούζες, σε βαμβακερές φανέλες. Βαλμένη πάνω μαλακά. Με το βλέμμα μαζί. Την σιγούρεψε, που λέει η μάνα. Πλάι στα μικρά κάδρα, δίπλα στην ξύλινη αγαπημένη κατασκευή. Μην γεμίσει μπογιές. Την προφυλάσσει κι αυτή. Του αγκαλιάζει τις συλλογές, του φυλάει αγαπημένα, αντικείμενα μικρά. Αυθεντική της είχε πει. Έχω και εγώ σπίτι μου, ίδια. Και μία ίδια συλλογή. Πάλι κι εγώ. Ξανά ίδια. Σκοτείνιασαν τα φωτεινά της μάτια. Φώτισαν μαζί. Άδεια κάθε πλευρά. Βρώμικη. Έτσι ήταν. Ούτε που το παρατηρούσε. Ξεκρεμάστηκε η ζωή για να προσέξει, κάθε άδεια πλευρά. Του. Σπίτι που βάφεται πένθος περνάει. Μαυρίλες στους τοίχους. Γκραβούρες τετραγώνων. Σκιές καυσαερίου. Τρύπες. Καρφιά. Στον τοίχο. Στο μυαλό. ‘Καφενείο τη Νύχτα’.1888. Αντίγραφο Βαν Γκογκ, αριστερά του διακόπτη. Λατρεμένος της ο Βαν Γκογκ. Ανησυχία. Τρέλα. Αναστάτωση. Αγαπημένος της πολύ. Ήταν. Δεν είναι πια. Ο ενεστώτας που έφυγε πένθος θυμίζει. Πάντα προσεχτική και διαβασμένη η μάνα. Ίσως και να γνωρίζεται με τη δική σου. Στην ίδια περιοχή μεγάλωσαν. Μήπως πήγαιναν και στο ίδιο σχολείο; Ποιός ξέρει; Θα την ρωτήσω. Τοίχοι ξεροί. Δωμάτιο άδειο από αντικείμενα. Σημάδια γεμάτο. Καρφιά που ξεριζώθηκαν. Βρωμιές. Μαλλιά ανάκατα. Ανακατεμένα χάδια. Κεφάλι γερμένο. Βλέμμα κάτω από βλέφαρα. Κλειστό. Πόνος γλυκός. Λατρεμένος. Ζητούμενος. Προσπάθεια. Δάχτυλα. Τα λεπτά της δάχτυλα. Άσε ρε μάνα και κάτι με μισή περιγραφή. Δεν τα είδες εσύ τα δάχτυλα. Την ίδια. Κανείς δεν την είδε. Λεπτά. Μακρυά. Δεν τα ξέρεις. Εγώ τα ξέρω. Ο τoίχος. Λίγο την ένιωσε. Λίγο κι αυτή. Λίγο τον ακούμπησε. Όσο την είχα αγκαλιά, όσο τη φίλαγα, όσο την έγδυνα, όσο τη γεύτηκα, γεύση ελάχιστη πήρε κι αυτός. Κοιμήθηκα ύστερα στην κρύα μεριά του. Άφησα εκείνην απ’ έξω, μάνα. Σαν έτοιμη να φύγει. Σαν να μην ήρθε ποτέ. Τελικά. Λίγο την ένιωσα κι εγώ κι ο τοίχος. Εσύ δεν την φαντάζεσαι, καν, μάνα. Άσε με να ξεχάσω καμιά λεπτομέρεια. Της. Άρθρο σημαντικότερο κι από πρόταση. Άρθρο σαν πρόταση γεμάτο. Ασφυκτικά. Ανάσα δεν θα παίρνει αφού τελειώσει. Θα μυρίζει, τουλάχιστον τρείς μέρες νέφτι και λαδομπογιά. Μήπως να κοιμηθεί στην Έλενα; Ελαφραίνει το σπίτι, το δωμάτιο. Ίδιο πράγμα. Δωμάτιο. Σπίτι. Στο πάτωμα περιοδικά. Στοίβες χάρτινες. Στο κρεβάτι τα απλώνει. Να τα προστατεύει μουσαμάς. Λίγα. Χωρούν. Ποικίλης ύλης. Ανδρικά. Διακόσμησης. Γυναικεία. Διαβάζει η Έλενα Elle, Madame Figaro. Ένθετα Κυριακάτικων. Φυλαγμένο αρχείο. Χρήσιμο για την δουλειά. Σελίδα 79, δεξιά, ένα τέταρτο της σελίδας για εκείνην. Σελίδα 94. Σχόλιο, για εκείνην. Σελίδα 16, φωτογραφία. Εκείνη. Λεζάντα. Φυλαγμένο αρχείο. Mικρός ορμητικός καταρράκτης, γλυκά χυμένος στο κρεβάτι του. Εκείνη. Λουστραρισμένο λαμπερό χαρτί. Έλαμψε το δωμάτιο απ’ το γυμνό της δέρμα. Αόριστος, όχι παρατατικός. Άριστη στη γραμματική η μάνα. Ο παρατατικός θα ´χε λιγότερη πίκρα; Οι περισσότερες μνήμες, πιο λίγη προσπάθεια; Μεγαλώνει ο χώρος. Bολεύονται τα διακοσμητικά σε θέσεις προσωρινές. Μπιχλιμπίδια μαζεμένα σε κούτες. Χώρος άδειος. Για λίγες μέρες. Άδεια ψυχή. Για πολλές. Ωσάν να φράκαρε τώρα που άδειασε. Τίποτα δε χωρά. Πια. Ναι μάνα, πια. Τώρα πια.

Να ξεκινήσει από το μπάνιο; Το ταβάνι πρώτα, ο τοίχος, το παράθυρο μετά. Μικρή επιφάνεια. Μέχρι τη μέση πλακάκι. Τετράγωνο. Μικρό. Σχέδιο παλιό, του ‘70. Βρεγμένο. Νεύμα πετά σε υδρατμούς, σαπουνάδες. Στο μεγάλο πορτοκαλί μπουκάλι. Μαύρα γράμματα. Καπάκι μαύρο. Αφρόλουτρο. Αυτό να χρησιμοποιήσω; Νεύμα σε μαλλιά μαζεμένα. Λάστιχο χοντρό, άχαρο, μπεζ. Σφίγγει με τέτοια ο κυρ Διονύσης το κεφαλοτύρι. Ό,τι της βρήκε. Να βολευτεί. Ανεπιτήδευτη. Απλή. Χαμογελά στην οδοντόκρεμα, στην οδοντόβουρτσα. Είναι και της Έλενας στο ποτήρι. Δεν ήταν τότε. Φυσικά, ρε μάνα. Τώρα είναι. Στον καθρέφτη. Αυτός την τσάκωσε που έγλυψε το σωληνάριο. Άνοιξε προσεχτικά τη βρύση μην τον ξυπνήσει. Ήθελε να τον ξυπνήσει. Όμως. Άφρισε το στόμα, φούσκωσε τα μάγουλα. Κοιτάχτηκε. Μπουρμπουλήθρες σαν παιδί. Αθόρυβες. Προσεχτικές. Ήθελε να τον ξυπνήσει όμως. Μόνο ο καθρέφτης ξύπνιος. Δροσίστηκε. Η αναπνοή. Το μπάνιο. Δρόσισε το ξύπνημα του πρωινού. Του. Δεν την πήρε χαμπάρι. Μόνο ο καθρέφτης. Την διέγραφε σ’ ότι έκανε, μάνα. Φως δεν άνοιξε. Μην τον ξυπνήσει. Ήθελε να με ξυπνήσει όμως, μάνα. Ξέρει ο καθρέφτης. Να του περάσει του ´ρχεται μία με το ρολό. Απ’ άκρη σ΄ άκρη. Τα απορρυπαντικά δεν τα κουνάει. Πετσέτες μόνο θα κρύψει και τ’ άπλυτα που ‘χουν μαζευτεί. Ξεφλούδισε ήδη το κωλοτάβανο. Στο χρόνο επάνω. Βρωμόστομος μάνα, ναι. Κωλοϋγρασία, κωλοτάβανο, κωλομπάνιο, κωλοπαράθυρο που δε βλέπει πουθενά. Κωλοκαθρέφτης, γνώστης εχέμυθος. Μου δίπλωσε το μαύρο φανελάκι. Αθόρυβα, να μην ξυπνήσω. Κωλόϋπνος. Κωλόσπιτο και αφημένα πάνω στο πλυντήριο, δύο καζάνια άπλυτα. Γαμώτο. Η Έλενα τα μετράει σε λεκάνες. Εκείνη, σε καζάνια έμαθε να τα μετρά. Σαν κι εμάς.

Δε θα παντρευτείς βρε σίχαμα εσύ; Καλή η Έλενα. Παράτα με, μάνα. Δεν ξέρω. Να βάψω πρώτα, να περάσω μπογιά. Να σβύσω. Να τρίψω. Να ξύσω. Να σκεπάσω πρώτα μάνα και μετά. Βλέπουμε. Σίχαμα, γιατί είμαι μεγάλο πειραχτήρι. Κι εγώ. Την πεθαίνω τη μάνα μου, για αυτό με φωνάζει έτσι. Θέλει να σε παντρέψει; Σιγά σιγά. Να δει χαρά κι απ’ τον άλλο γιο. Άπλωσε η Έλενα το χαλάκι του μπάνιου; Έχω και εγώ ίδιο χαλάκι. Όχι γαλάζιο, κόκκινο. Από το ΙΚΕΑ. Έχω και εγώ ίδια έκδοση. Τα άπαντα του Καβάφη. Έχω και εγώ ίδιο πάπλωμα. Κόκκινο από τη μία. Μπλε σκούρο από την άλλη. Δικό σου ή δικό μου το εσώρουχο; Άμα φοράς κι εσύ ροζ θα ανησυχήσω. Μπερδεύτηκα μωρέ. Σίχαμα μάνα. Δε θα νοικοκυρευτώ. Σίχαμα να με βρίζεις, να με αγριεύεις. Σίχαμα, όπως με έλεγες από παιδί. Τριάντα τέσσερα μάνα, τι παιδί; Παιδί για μένα αγάπη μου, όσο και αν φτάσεις.

Να πλύνει τις κουρτίνες μια που μπήκε στη διαδικασία. Όταν αποφασίσει να αλλάξει χώρο θα τις αλλάξει κι αυτές. Κάτι μίνιμαλ. Απλό. Δεν είναι γούστο του. Της μάνας του είναι. Γούστο, ράψιμο, κέντημα στο τελείωμα, λεπτοδουλειά δύσκολη. Τις μοίρασε στους δυο τους. Να στοκάρει πρέπει. Να κλείσει τρύπες. Καλά που θα ήτανε με ένα στοκάρισμα να κλείνουν. Θα λειάνει. Κι αν κλείσει; Στο ίδιο σημείο δε θα τοποθετηθούν τα κάδρα; Ο Βαν Γκογκ; Η αφίσα; Στο ίδιο σημείο θα τρυπήσει ξανά. Στο κρεβάτι επάνω. Να καρφώνεται το βλέμμα όταν ανοίγει. Να ανοίγει μόλις καρφώνεται. Ακόμη καρφωμένο το δικό της. Δε θα στοκάρει. Μισές δουλειές θα κάνεις παιδάκι μου; Όλα μισά. Τίποτα μισό δεν τελειώνει. Πρέπει να ολοκληρωθεί για να τελειώσει. Όλα μισά τα άφησαν. Τον ύπνο. Τον έρωτα. Τη γεύση μισή. Δεν τελειώσανε. Ούτε αυτός. Ούτε εκείνη. Της το υποσχέθηκε. Μαζί να τελειώσουν. Το ψέλλισε μέσα στο αυτί της. Το θέλησε μέσα της. Δεν πρόλαβε. Δεν αρχίσανε. Την τηλεόραση να σκεπάσει. Όταν αποφασίσει να αλλάξει χώρο θα πάρει πόδι κι αυτή. Μία μεγαλύτερη, λεπτότερη, χωρίς κεραία. Ανοίγει ραδιόφωνο. Συντροφιά. Στον αδειασμένο χώρο καλύτερα ακούγεται. Ήχος απλωμένος, διπλός. Ότι λείπει απ’ τα μισά που άφησε. Τόσες ώρες και δεν τέλειωσε κανείς. Κανείς δεν ήθελε να τελειώσει. Ότι λείπει διπλάσιο φαίνεται. Όχι ραδιόφωνο, cd. Το τρίτο τραγούδι αφιερωμένο. Δεν είμαι δολοφόνος μωρέ. Το τραγούδι το λέει. Χαρισμένο. Με φιλί στο μάγουλο. Του χρώσταγε. Πεταχτό. Της το είχε ζητήσει. Του χρώσταγε. Φευγαλέο. Ολόκληρο ή μισό; Για όλα αναρωτιέσαι γιε μου;

Τα πάντα σκεπασμένα. Εκτεθειμένο τίποτα. Έπιπλα. Συσκευές. Προστασία. Όσο σκεπάζεις, τόσο φαίνονται. Εκτεθειμένος. Εκτεθειμένα όλα. Σκέψεις ορατές. Αναμνήσεις. Μην κουκουλώνεις παιδί μου. Μην θάβεις. Με την πρώτη βροχή ξεβράζονται απ’ το χώμα. Όλα παιδί μου. Γίνεται να μη βρέξει; Αν όχι καταιγίδα, ψιλόβροχο θα ρίξει κάποια στιγμή. Δε θάβω. Βάφω. Αναγεννώ. Εμένα κοροϊδεύεις γιόκα μου; Ή εσένα; Ανοίγει κουτιά, καπάκια. Στάζουν μπογιές. Αγωνία. Σε σειρά. Λαδομπογιά ζαλισμένη. Ζαλίζει. Τις καλύτερες αγόρασε. Τα βασικά. Μπλε. Κόκκινο. Κίτρινο. Τα άλλα θα τα φτιάξει. Αναμιγνύοντας. Ανακατεύοντας. Μην ανακατεύεσαι μάνα. Όχι ακόμα γάμους. Για να φύγω ήσυχη. Φτιάχνεις ή χαλάς ανακατεύοντας; Γνώριμος ήχος. Κουδούνισμα. Ειδοποίηση. Ενημέρωση. Που χώθηκε το κωλοτηλέφωνο γαμώ τη τρέλα μου; Δεν φαίνεται. Ασημένιο. Ελαφρύ. Ήχος λεπτός. Λέγετε; Ακόμα περιμένουν. Στο διάδρομο. Το γιατρό. Το νοσοκόμο. Κάποιος να τους πει. Σε καμιά ώρα, σε μισή; Κι η ώρα ακόμα μισή; Την πληροφόρηση. Τη διάγνωση. Την αλήθεια. Πάντα καλύτερη η αλήθεια γιε μου. Με κάθε τίμημα. Ακόμα περιμένουν. Τη μάνα. Πάρε με Σωκράτη ξανά. Αμέσως μόλις μάθεις πάρε με. Έχω δουλειά εγώ. Βάφω. Γκρεμίζεται. Το τηλέφωνο. Την φιλοξενούσε η παλιά συσκευή. Όνομα. Ψευδώνυμο. Φωνή ηχογραφημένη. Το βράδυ που έφτιαχνε τον υπολογιστή του Σωκράτη. Στα μάτια του η οθόνη. Στο αυτί του εκείνη. Φλυαρούσε ασταμάτητα. Γκρεμίστηκε. Κορμί. Πόδια που κλωτσούν. Στρογγυλά κουτιά. Αλουμινένια. Πλαστικά. Άλλα με χερούλια, άλλα χωρίς. Κλωτσά. Κουβάδες με μπογιές. Όχι αυτόν με το λευκό. Όρθιος. Κλειστός ερμητικά. Αεροστεγώς. Έναν πήρε, να ’χει να αραιώνει. Να απαλύνει. Να δημιουργεί αποχρώσεις. Λαδομπογιάς ρυάκια. Ποτάμια ασταμάτητα. Τρυπώνουν στα χωρίσματα των ξύλων. Στις ενώσεις. Όπως κι αν το πεις. Χώρισμα, ένωση, φέρνει κοντά. Παράλληλες ποικιλόμορφες γραμμές. Ορμητικές. Προς τη μπαλκονόπορτα. Γοργές. Παίρνουν ψαροκόκκαλη φόρμα. Ποτίζουν. Βιαστικές. Παρκέ απροστάτευτο. Ευτυχώς δεν έχει χαλιά να λερωθούν. Δεν έστρωσε εφημερίδες. Ακόμα. Λίμνες διογκωμένες με τα βασικά. Μπλε δικό του. Κόκκινο της μάνας. Αίμα. Κίτρινο. Πριν. Έτσι βαμμένο το σπίτι. Τότε. Να το πρόσεξε; Σκοτάδι. Χαμηλός φωτισμός. Όλα χαμηλά και ψηλά. Όλα στα άκρα μαζί της. Την σκάλα να φέρει απ’ το μπαλκόνι. Για κάτι τέτοια τη φυλά. Οι έξυπνοι άνθρωποι φορούν πράσινο. Δεν το ήξερα. Γέλασε. Του γέλασε. Μου αρέσει αυτό που είπες. Πράσινη μπλούζα στον πρώτο καφέ. Λίγο ανοιχτή στο στήθος. Κλειστή στις γραμμές της. Μαλακή στην υφή. Την έγλυφε διακριτικά. Χαδιάρικα. Στη μασχάλη. Στην κοιλιά. Όπως αργότερα αυτός. Σε κάθε χιλιοστό. Σε κάθε πόρο. Τον φόρεσε το δέρμα της. Απλή. Ανεπιτήδευτη. Εύθραυστη. Μοιραία. Παιδική. Η ομορφιά που δεν κραυγάζει είναι η ωραιότερη, γιε μου. Το ξέρω, μάνα. Το έμαθα. Η πιο επικίνδυνη. Τον συνεπήρε τ’ άρωμά της. Της το είπε. Τον συνεπήρε το μυαλό της. Της το είπε. Τον συνεπήρε ο τρόπος της. Ολόκληρο. Όχι μισό. Φοβήθηκε. Φοβόταν. Φοβάται. Σ’ όλους τους χρόνους. Τότε. Τώρα. Για το τηλέφωνο που θα χτυπήσει. Θα ξαναπάρει ο Σωκράτης. Για το τηλέφωνο που δε χτυπάει πια. Ναι, ρε μάνα. Πια. Τρέχει το κίτρινο μπροστά. Το μπλε ξωπίσω. Φτάσαν στα πόδια του γραφείου. Μαζί. Εκεί την έριξε εκείνο το βράδυ. Σκληρό το πάτωμα χωρίς χαλιά. Μαλακός, τρυφερός, απροστάτευτος μαζί της. Δε θα μπορούσε όρθιος να την φιλά. Πάνω της. Μέσα της. Εκεί μπορούσε μόνο. Κρατήθηκε. Αφέθηκε. Απ’ την αρχή μέσα της μπήκε. Το πράσινο βλέμμα του ναυάγιο. Στη δική της θάλασσα. Σε άμυνα. Επιθετικό. Βυθίστηκε. Τρύπωσε. Κίτρινο και μπλε μαζί. Το φορούν οι έξυπνοι άνθρωποι. Εκείνη το φορούσε. Στην αρχή τους. Χαίρω πολύ. Επιτέλους. Από κοντά. Κι εγώ. Χαμόγελο αφοπλιστικό. Αληθινό. Βαθύ. Θλιβερό στο βάθος. Τον είχε συνεπάρει από την πρώτη στιγμή, κι αυτό. Δεν θυμάται να πρόλαβε να της το πει. Δεν της το ομολόγησε. Νομίζει πως όχι. Σίγουρα όχι. Κι αυτό το γνωρίζεις ρε μάνα;
Κ.Τ.


Σύντομο Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22.02.1977, όπου και κατοικεί, με καταγωγή όμως από την Καλαμάτα και τη Μάνη. Φοίτησε στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και έχει κάνει πολυετείς μουσικές σπουδές / έχει πτυχίο πιάνου και πτυχίο αρμονίας της μουσικής. Συνεργάζεται με τις Εκδόσεις Καστανιώτη από τις οποίες κυκλοφορούν τα βιβλία της:
Στην Αριθμούπολη – παιδικό, 2004
Τα κοινόχρηστα - μυθιστόρημα, 2008
Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε πανελλήνιους και διεθνείς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς :
3ο βραβείο για το διήγημα η προσβολή, στον Α΄ Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συλλόγου Φιλολόγων Ημαθίας, που διεξήχθη υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής UNESCO και του Υπουργείου Πολιτισμού (2008)
2ο βραβείο για το διήγημα αχ, ξενιτιά, στον Διεθνή Διαγωνισμό με θέμα ‘Αχ, ξενιτιά’, που διεξήχθη από το Σύλλογο ‘Ζαλώνη-Ξάστερων’ και το περιοδικό Λογοτεχνίας ‘Κελαινώ’ (2008)

Σημ. ΔΕΕ: Πρόσφατα (Μάρτιος 2011) κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της "Το καλοκαίρι του Ευκλείδη" (δείτε εδώ http://vivliofiloi.blogspot.com/2011/04/blog-post_13.html)

Δεν υπάρχουν σχόλια: