Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Ζ. Παπαντωνίου: Η κατάρα του πεύκου

Ζαχ. Παπαντωνίου

"Η κατάρα του πεύκου"
του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940)

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;

«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
 και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά...






2 σχόλια:

Βιβλιόφιλος είπε...

Στο σχολείο μεγαλώσαμε με αυτά τα ποιήματα που μας άγγιζαν και πλάθανε συνειδήσεις. Σε εποχές που η λέξη οικολογία ήταν άγνωστη, αλλά διδασκόμασταν την ουσία της. Τώρα τα παιδιά μαθαίνουν στο μάθημα της γλώσσας για "μακαρόνια με κιμά" και τον "Μπομπ τον σφουγγαράκη", αλλά πιπιλίζουν την λέξη οικολογία που είναι της μόδας και τα δάση μας γίνονται οικόπεδα...
Άλλες εποχές!

Φειδίας Μπουρλάς είπε...

Θαυμάσιο. Τὸ θυμοῦμαι ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Μὲ εἶχε ἀγγίξει βαθιά (καὶ τρομάξει λιγάκι, ὁμολογῶ). Ὅπως εἴπατε, δὲν ὑπάρχει πιὰ αὐτὴ ἡ χώρα καὶ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Τὸν κόψαμε τὸν πεῦκο, φοβοῦμαι...