Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Β΄ Λογοτεχνικός διαγωνισμός διηγήματος (1)


Β΄ Λογοτεχνικός διαγωνισμός διηγήματος

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ

Ο ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ
                                                         Της Αναστασίας Τοπαλίδου
Έχει μόνο έναν πατέρα ο Απόστολος. Κι έναν αδερφό, αλλά δεν αντάμωσαν χρόνια τώρα. Αυτός ξέρει μόνο έναν πατέρα κι αφού κανείς άλλος δε γύρισε να κοιτάξει, να τον δει, ούτε κι αυτός γυρνά να δει άλλον εκτός από τον πατέρα του το μπάρμπα-Μήτσο. Καλός άνθρωπος ο μπάρμπα-Μήτσος, ασχολείται με το μπαξέ του. Ο Απόστολος με το ραφτάδικό του. Όποιο ρούχο χρειάζεται επιδιόρθωση, στα χέρια του βρίσκει την απαραίτητη φροντίδα. Μερακλήδες πελάτες τού πήγαιναν κάποτε ωραία υφάσματα από το εξωτερικό να τα μεταμορφώσει σε κοστούμια. Ευλογημένα τα χέρια του. Αν είχε γεννηθεί αλλού κι είχε κι η τύχη του τα μάτια ανοιχτά, θάτανε μεγάλη φίρμα.
«Εδώ στο σακάκι σού έκανα ένα μικρό σκίσιμο κύριέ μου να είσαι ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας» ενθουσιάζονταν ο Απόστολος, χαίρονταν με τις δημιουργίες του, χαροποιούσε και τον πελάτη. Τώρα έσπασε η δουλειά κι οι ενθουσιασμοί λούφαξαν μες τη ραπτομηχανή. Φερμουάρ, στριφώματα, κοντέματα, ανοίγματα, στενέματα δουλεύει ο Απόστολος μα και πάλι ευχαριστημένος είναι.
Καιρό, σέρνεται η μπόχα πως είναι τοιούτος. Αυτοί που δε χώνεψαν πως ένας ολόκληρος άντρας με μουστάκι να διαθέτει τέτοιο ελάττωμα και στα σαράντα πέντε του δεν τόχει απαρνηθεί, καιροφυλακτούσαν κρυμμένοι έξω από το σπίτι του ν’ ανακαλύψουν τα Σόδομα και τα Γόμορρα αλλά τίποτα δεν ανακάλυπταν γιατί τίποτα δεν υπήρχε. Το φως στο εργαστήρι του Απόστολου έκαιγε ως αργά και μετά τις δώδεκα χώνονταν όλο το σπίτι στο σκοτάδι.
Ο Απόστολος δε γνώριζε αυτά που λέγονταν και συνέβαιναν πίσω από την πλάτη του…μόνο∙ γιατί για το άλλο μέρος του κορμιού του οι φήμες δεν ευσταθούσαν. Όταν του το ανέφερε ο φίλος του ο ταξιτζής γέλασε τόσο πολύ που παραλίγο να πνιγεί μ’ ένα κομμάτι μπιφτέκι που έτρωγε. Ευγενικός ναι κι ενθουσιώδης κι αζευγάρωτος κι ευαίσθητος, τοιούτος όχι. Σβήνει το φως να ξαπλώσει και δεν μπορεί να κοιμηθεί από τη σκέψη. Τρυπώνει εκεί μέσα μια Βουλγάρα, του χαμογελά, γυαλίζουν οι κρίκοι στα μικρά της αυτιά. Ιβάνκα, Ιβάνκα μονολογεί κι ανυπομονεί να της ράψει ένα φουστάνι.
Έχει λίγο καιρό που με το φίλο του τον ταξιτζή επισκέπτονται την αγορά κοντινής πόλης βουλγαρικής, φορτώνονται φτηνές μπύρες και αναψυκτικά κι αθλητικά φιρμάτα παπούτσια. Την τελευταία φορά ο Απόστολος φορτώθηκε και την έννοια της Ιβάνκα.
Η Ιβάνκα γνωρίζει πολύ λίγα ελληνικά και ο ταξιτζής κάνει το διερμηνέα. Καμμιά φορά θέλει να κάνει και τον εραστή αλλά σκιάζεται και μαζί κουτσογελά στο μυωπικό, τρυφερό βλέμμα του Απόστολου, δε θέλει να του χαλάσει την ιστορία, δεν κάνει να χαλάσει κι η φιλία τους. Την Ιβάνκα την ήξερε από παλιά. Πηγαινοέρχονταν μεγάλο διάστημα στην πόλη για τη μάνα της. Χήρα∙ γνώριζε πως ο ταξιτζής έχει οικογένεια αλλά δεν την ένοιαζε. Εκεί στην έδρα της ήταν ολόδικός της. Τον περίμενε τα Σαββατοκύριακα φορώντας τα εσώρουχα που της αγόραζε για το καλοστεκούμενο σώμα της. Αλλά πήρε είδηση η ταξιτζού, έπεσαν κι οι συγγενείς που την προστάτευαν, μην την αφήσει δίχως δεκάρα ο σαρδανάπαλος, και το αποτέλειωσαν το ζευγάρωμά τους. Με χίλια ζόρια ο ταξιτζής πηγαινοέφερνε τον Απόστολο κάθε βδομάδα. Τον έβαζε η γυναίκα του να ορκίζεται σε όλους τους αγίους για το άμεμπτο των ταξιδιών του ώσπου τη βαρέθηκε, «μη μου ζητήσεις άλλη φορά να ορκιστώ άτιμο γέννημα», της είπε, «κι ο ίδιος ο Θεός φωτιά θα ρίξει να σε κάψει».
**********************
Θα τη φέρω, μίλησε ορθά κοφτά ο Απόστολος στο μπάρμπα Μήτσο. Πήρε μια ώριμη ντομάτα και τη δάγκωσε προσεκτικά μην πεταχτεί ζουμί και τον λερώσει. Σκυμμένος ο μπάρμπα Μήτσος γέμιζε ένα μεγάλο καλάθι με κόκκινες πιπεριές. Αφού τη θέλεις, τούπε μοιραία. Τον πείραζε και δεν τον πείραζε που η μελλοντική του νύφη θα ήταν Βουλγάρα. Μα και πάλι, μια ζωή ο Απόστολος μονάχος την πέρασε, μπορεί από ατυχία, μπορεί κι από ξεροκεφαλιά και που νάβρει γυναίκα πούχαν φύγει όλες. Συνέχισε να γεμίζει τον κουβά κόκκινες πιπεριές.
Βραδιάζει. Ο Απόστολος κάθεται στη βεράντα σε μια πλαστική καρέκλα. Δε θέλει να ξαναμπεί στο εργαστήρι του. Είναι τόσο ήμερο το σούρουπο κι ένας αέρας ελαφρύς μπαίνει στ’ ακίνητα μάτια, περνά κάτω από τις μασχάλες και τις δροσίζει, χαλαρώνει τον κόμπο στο λαιμό του.
Ο μπάρμπα Μήτσος μπήκε στο κουζινάκι να πλυθεί. Έφαγε, χτενίστηκε στο στρογγυλό καθρέφτη δίπλα στο παράθυρο με τη θαλασσιά κουρτίνα, βούρτσισε τα παπούτσια του να γυαλίσουν κι έφυγε για το καφενείο να ξεσκάσει. Ο Απόστολος δε βγαίνει, σπάνια στην ταβέρνα με τον ταξιτζή. Τρώνε σουβλάκια, πίνουν μπύρες, σιγομιλούν για την Ιβάνκα, ανάβουν τα σωθικά του Απόστολου και πλαγιάζει πλανταγμένος στο κρεβάτι του από έρωτα.
Σκούπισε με τη μπλούζα τα γυαλιά του, τα ξαναφόρεσε κι έμεινε να χαζεύει στο δρόμο. Λιγοστά παιδιά στην άκρη του έπαιζαν, κλάμα μωρού γέμισε τον αέρα, βόμβος αεροπλάνου έφτασε στ’ αυτιά του από μακριά. Την άλλη εβδομάδα, τη Δευτέρα, θα τη φέρει την Ιβάνκα. Είναι όλα κανονισμένα. Την άλλη Δευτέρα.
***************************
Το ταξί σταμάτησε στη δεξιά άκρη του δρόμου. Ο Απόστολος κατέβηκε κι άνοιξε την πίσω πόρτα να βγει η Ιβάνκα. Λευκοντυμένη με πολύχρωμο πιαστράκι στα μαλλιά. Νέα. Στρώνει τη φούστα της, την τινάζει απαλά, κάτι λέει στον Απόστολο ο ταξιτζής, ο μπάρμπα Μήτσος παρακολουθεί από το παράθυρο, η Ιβάνκα περνά διστακτικά στον ώμο μια ψάθινη τσάντα και κοιτά προς το σπίτι, προλαβαίνει κρύβεται ο μπάρμπα Μήτσος, είναι ώρα να βγει για τα καλωσορίσματα.
Η Ιβάνκα έχει χαμόγελο μικρού παιδιού. Το χέρι της λεπτό σφίγγει το δικό του, αρθρώνει μια καλημέρα με τους φθόγγους να βαραίνουν κάτω από την προφορά της γλώσσας της. Την κοιτά στα μάτια. Καστανά γλυκά και αλλήθωρα όσο πατάει η γάτα. Της προτείνει να καθίσει στη σκιά στη χαμηλή βεράντα να ξεκουραστεί από το ταξίδι. Κατανοεί τα λόγια του και κάθεται χαμογελαστή κοιτώντας συνέχεια τον Απόστολο. Πρώτη φορά βλέπει έτσι ευδιάθετο το γιο του ο μπάρμπα Μήτσος. Τα μάτια του λαμπυρίζουν σαν εικοσάχρονου που έκανε τη μεγαλύτερη τόλμη της ζωής του. Χαλάλι σου σκέφτεται, κάτι μουρμούρισε, πως παράτησε τη δουλειά στο μπαξέ, και τους άδειασε τη γωνιά.
Ο Απόστολος μπήκε στο κουζινάκι να φτιάξει κάτι πρόχειρο να φάνε. Έμεινε μόνη η Ιβάνκα στη χαμηλή βεράντα. Ο μπαξές, εκατό, εκατόν πενήντα μέτρα παρακάτω, πρασίνιζε φαρδύς ανάμεσα σε καλοφτιαγμένους φράχτες. Μπροστά ο δρόμος, ο ταξιτζής είχε φύγει, πλάι της η μικρή κουζίνα και το ανοιχτό παράθυρο με τη θαλασσιά κουρτίνα, το τσιτσίρισμα από καυτό λάδι στο τηγάνι κι η μυρουδιά του τηγανισμένου αυγού, της φρέσκιας ντομάτας και του μαϊντανού και το σφύριγμα του Απόστολου. Έκλεισε τα μάτια, καλός είναι ο Απόστολος. Μήπως προτιμότεροι ήταν οι καυγάδες με τ’ αδέρφια της για τα χρήματα που ποτέ δεν έφταναν; Ο πατέρας στη Γερμανία πρωτομετανάστης και πρωτοκαψούρης με μια Γερμανίδα, τους παράτησε για τα καλά κι η μάνα κλάψα στην κλάψα πάντρεψε δυο γιους και λίγα χρόνια μετά το θάνατό του έδωσε την άδεια στον ταξιτζή να πηδάει το κατώφλι τους και την ίδια. Η Ιβάνκα δούλευε από δω κι από κει, περιστασιακά έκανε και την πόρνη και τότε ευχήθηκε να βρεθεί μακριά από την πόλη της και τη δουλειά αυτή που σιχαίνονταν. Έσφιγγε τα μάτια και φανταζόταν θάλασσα και ουρανό σε άχαρες στιγμές που ιδροκοπούσαν πάνω της οι άντρες και κάτι έλληνες που με τα ευρώ στη τσέπη, σα θεοί έκαναν τα κέφια τους. Σαν έτυχε να γνωρίσει τον Απόστολο αποφάσισε να τον ακολουθήσει χωρίς πολλή σκέψη. Κι ο Απόστολος μπορεί να μη γνώριζε όλη την αλήθεια αλλά τούτο δεν έκανε κακό σε κανέναν.
«Θα τον συνηθίσω», καθησύχασε, «είναι καλός. Παιδιά οι άντρες, λίγη γλύκα και καλοσύνη και πέφτουνε στα πόδια σου». Άνοιξε τα μάτια, τ’ αυγά με τη χωριάτικη, η ρετσίνα πιο πολύ, της λίγωσαν τη σκέψη.
*******************************
Η νύχτα ήταν φωτεινή κι είχε το φεγγάρι κολλημένο στο κούτελο κι η Ιβάνκα μετά από μερικά ποτήρια κρασί την ευφορία κολλημένη στο πρόσωπο που όμως τη διέλυε βλέμμα το βλέμμα ο ξανθός στο βάθος της ταβέρνας. Κοιτούσε την Ιβάνκα ώρα. Με νόημα. Για όνομα του Θεού, από δω από την πόλη είναι αυτός; ταράχτηκε η Ιβάνκα. Μούτρο πρόστυχο, αμάνικη μπλούζα να φαίνονται τα ηλιοκαμένα μπράτσα να μπορείς να φανταστείς και τα υπόλοιπα προσόντα. Ο Τζίμης. Ο ξανθός τσαμπουκάς του Red Night, του κέντρου που κάποτε η Ιβάνκα εργαζόταν. Μαζί της ανησύχησε και ο Απόστολος όταν σε μια στιγμή σπάνιας παρατηρητικότητας, αντιλήφθηκε τον περίεργο Τζίμη. Για δες, αυτός ο άγνωστος άντρας να μη σέβεται κανέναν και τη γυναίκα του ξεδιάντροπα να την κοιτά∙ αυτήν που παντρεύτηκε στο δημαρχείο, που πήρε επάνω της όλο το λερό νοικοκυριό τους κι αστραποβόλησε τις κατσαρόλες τους, τη γυναίκα που μόλις άνοιγε τα πόδια άνοιγαν και τα νυχτολούλουδα…….
«Εκεί που πίνεις ανέμελα το κρασί σου νάσου το κάθε παλιόμουτρο να παριστάνει το γόη και να σε κάνει να θες να του σπάσεις τα μούτρα».
Αλλά ο Απόστολος στάθηκε κύριος. Πήρε τη γυναίκα του και περπατήσανε ως το σπίτι να ευχαριστηθούν μια από τις μετρημένες νύχτες του καλοκαιριού προσποιούμενοι κι οι δυο πως κανείς δεν είδε , δεν κατάλαβε τίποτα. Ξέχασε αμέσως το αντιπαθητικό πρόσωπο της ταβέρνας, ήταν η Ιβάνκα πλάι του, θα γινόταν πανηγύρι στο κρεβάτι τους πάλι, ένας ανόητος δε θα χαλούσε ούτε μια στιγμή. Αντίθετα η Ιβάνκα, προμάντευε κακά ξεμπερδέματα. Τον γνώριζε τον Τζίμη. Πονηρός και θρασύς, δε θα καθόταν ήσυχος κι όλοι θάπιαναν τον Απόστολο στο στόμα τους κι ήξερε πως ένας τοσοδούλης τόπος πόσο σκληρός μπορεί να γίνει, να μη σ’ αφήσει ν’ ανασάνεις. Κι η ίδια δε θα μπορούσε να ζήσει πια εδώ. Κι είχε δίκιο γιατί αυτός ο άντρας δε βρέθηκε μπροστά της για καλό. Θα το άνοιγε το κουτί της Πανδώρας. Μπορεί να της έμενε η ελπίδα πως τίποτε δυσάρεστο δε θα συμβεί και πως η τύχη μπορεί να είναι με το μέρος της αλλά ξέχασε ότι η τύχη θέλει να τη δωροδοκείς καμμιά φορά. Έτσι επαναπαύτηκε στα χέρια του Θεού. Όμως o Θεός όπως κουράζεται από πολλά πολλά καμώματα, ξέχασε να στείλει μια φώτιση στο Τζίμη κι ο Τζίμης έπραξε εντελώς σαν άνθρωπος με το διάολο στο κεφάλι του. Σκόρπισε λόγια όπου περπάτησε κι άρχισε να κόβει βόλτες μ’ ένα σαράβαλο αυτοκίνητο εμπρός από το σπίτι που ζούσε η Ιβάνκα και ν’ ανοίγει τα νυσταγμένα μάτια των ανθρώπων και τη γόνιμη φαντασία τους που αυτή τη φορά δεν έπεφτε έξω.
Ένα βράδυ, την ώρα που η αναπνοή του Απόστολου θύμιζε νερό στο μπρίκι που πήρε να ζεσταίνεται, η Ιβάνκα βγήκε στη βεράντα να ζυγιάσει τα δεδομένα της. Ο Τζίμης μέρες δεν πέρασε από το σπίτι, αυτό ήταν και δεν ήταν παρήγορο. Η μέχρι τώρα έλλειψη κίνησης από μέρους του, ενός ανθρώπου που ενεργεί απερίσκεπτα, ίσως και να έδειχνε πως καμμιά όρεξη δεν είχε να ασχοληθεί μαζί της. Ήθελε νάναι αισιόδοξη, όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν ένιωθε νύστα κι η ώρα δεν ήταν προχωρημένη, θα μπορούσε να κατέβει μέχρι τη Ζίφκα, πατριώτισσα που με τον άντρα της ήρθαν από τους πρώτους στην ελληνική πόλη προσφέροντας τις μισθωμένες υπηρεσίες τους. Το σπίτι που έμεναν δεν απείχε πολύ. Θα περνούσε από τον κεντρικό δρόμο που είχε κίνηση ως αργά. Δε δίστασε, ντύθηκε πρόχειρα και ξεκίνησε, περπάτησε αρκετά, έφτανε στο ύψος ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού κρυμμένο σε ψηλά πεύκα (για μερικούς στοιχειωμένο αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία), όταν την πορεία της έκοψε ο γνωστός ήρωας της νυχτερινής ζωής και της σύσφιξης των σχέσεων των χωρών. Ο Τζίμης. Το ίδιο στενό χαμόγελο, το κοροϊδευτικό του ύφος, της θύμισαν ταπεινωμένες νύχτες και πόσο ταπεινώνονταν και τώρα που την τραβούσε μες τα δέντρα, πόσο την ταπείνωνε ξανά. Ένα μηχανάκι διέσχισε το δρόμο με μεγάλη ταχύτητα σπάζοντας την ήδη χαλασμένη διάθεση της νύχτας. Θέλησε να ξεφύγει κουνώντας δυνατά το χέρι της. Την έριξε κάτω. Έπαιζε με το φόβο και την περηφάνια της γιατί δε θα τολμούσε ένα βοήθεια να φωνάξει. Κτήνος κι αγκομαχούσε, βρωμοκοπούσε κολλημένος στο πρόσωπό της, οσμίστηκε μια γεύση αναγούλας στο σάλιο της, φαντάστηκε τη θάλασσα, τον ουρανό τον είχε, ένα, δύο, τρία αστέρια ανάμεσα από τις κορφές των πεύκων κι είναι παράπονο το αποψινό κι είναι πιασμένη η ψυχή της κι είναι δοσμένη η ζωή της και μετρά, ένα, δύο, τρία αστέρια, κοντεύει να ξεψυχήσει από τη φούρια του, ένα μεταλλικό αντικείμενο γυαλίζει στο χώμα, ψαχουλεύει με το χέρι της, το παίρνει, το σφίγγει στη χούφτα της, πετάει ένα μακρύ λεπτό σουγιά, αγκαλιάζει το λαιμό του άντρα, ανασηκώνει με δύναμη το κεφάλι της, χωρίς δεύτερη σκέψη καρφώνει το σουγιά στην πλάτη του, δυνατό βογγητό, ένα, δύο, τρία ματωμένα αστέρια κι έπεσε βαρύς ο ουρανός, την πλάκωσε.
........................................................................
Ο Τζίμης έζησε και βασίλεψε, η Ιβάνκα γύρισε στην πόλη της, ο μπάρμπα Μήτσος δε βγήκε μέρες πολλές στο μπαξέ του που ξεραίνονταν απότιστος κι ο Απόστολος κλείστηκε στο εργαστήρι του να κονταίνει, φαρδαίνει και στενεύει την περηφάνια του. Όταν οι τέσσερεις τοίχοι μικραίνουν και στριφογυρίζουν οι λογισμοί του βγάζει ένα ποδήλατο που δε θυμάται τα χρόνια του κι όταν το σούρουπο αρχίζει να βαθαίνει, να παραμερίζει και το τελευταίο φως και παύουν τα πουλιά του κάμπου να φτεροκοπούν στα λιγοστά σύδεντρα, το καβαλάει και παίρνει τους χωματόδρομους και κλαίει κι αποκοιμιέται στους ψευτόθαμνους και γύρω τριγύρω βγαίνουν οι λαγοί από τις τρύπες τους καταχαρούμενοι για τούτο τον άκακο τον ποδηλάτη.


Γεννήθηκα στο χωριό Δόξα του Έβρου. Μεγάλωσα στην Αθήνα και τελείωσα το Λύκειο στο Διδυμότειχο. Σπούδασα Δημοσιογραφία στη Θεσσαλονίκη. Εξάσκησα για κάποιο χρονικό διάστημα το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Σήμερα, ζω στον τόπο μου, μεγαλώνω  δύο παιδιά, κατά καιρούς αρθρογραφώ σε εφημερίδες  και μεταξύ νοικοκυριού, σχολικών μαθημάτων, αγροτικών εργασιών και πολλών άλλων, η συγγραφή είναι η αγάπη και η επιβίωσή μου. Μερικά πράγματα δεν έχουν εξήγηση, υπάρχουν. Για να μπορώ να φτιάξω έναν κόσμο που ο παραμικρός ήχος είναι μια μεγάλη περιπέτεια κι η πιο συνηθισμένη φράση παίρνει το νόημα μιας ζωής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: