Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Πέτρος Στ. Mακρής-Στάϊκος: "Ο Άγγλος Πρόξενος"


Πέτρος Στ. Mακρής-Στάϊκος : "Ο Άγγλος Πρόξενος"
Εκδόσεις (Ωκεανίδα) 2011


Προδημοσίευση
Όταν τον Ιούλιο του 1999 ολοκλήρωνα τη συγγραφή του Κίτσου Μαλτέζου, ομολογημένο πρότυπό μου ήταν ο Mark Mazower και η προσέγγισή του στην ανθρώπινη καθημερινότητα της Κατοχής, στο βιβλίο του Inside Hitler’s Greece. Όμως, πέρα από τη ρομαντική αριστερή τοποθέτησή του, ο Mazower δεν έπαυε να είναι αλλοδαπός, με κύρια πηγή γενικής πληροφόρησής του για την Ελλάδα και τους Έλληνες τους ντόπιους ομοϊδεάτες φίλους του.
Μετά το 1974, εκτός από τον Mazower υπήρξαν πολλοί αλλοδαποί ή ομογενείς πανεπιστημιακοί ή υποψήφιοι πανεπιστημιακοί, κυρίως Γερμανοί και Βρετανοί, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ελληνική δεκαετία του ’40,1 εκμεταλλευόμενοι το σχεδόν απόλυτο ιστοριογραφικό κενό που είχε αφήσει πίσω της η λεγόμενη «Δεξιά». Η τελευταία, όταν τα, δήθεν, «κονσερβοκούτια» ή το πλαστό «Σύμφωνο του Πετριτσίου» έπαψαν να αποτελούν όπλα για την κυριαρχία τής –εκφυλισμένης, πλέον, ως έννοιας– «εθνικοφροσύνης», εσιώπησε. Τα λίγα της σημαντικά, λόγω πλούτου πληροφοριών, βιβλία που κυκλοφόρησαν έκτοτε, δεν έπαψαν να χαρακτηρίζονται από έλλειψη αναλυτικού πνεύματος, προχειρότητα, ανυπαρξία επιστημονικής δομής, ή και όλα αυτά μαζί.
Εάν επιθυμεί κανείς να διερευνήσει τα αίτια του αιφνίδιου αλλοδαπού ενδιαφέροντος για την πρόσφατη ελληνική ιστορία και αν δεν θέλει να καταφύγει σε μια «συνωμοσία της διεθνούς Αριστεράς», δεν μπορεί παρά να αποδώσει το φαινόμενο στη συγκίνηση που προκάλεσαν, ιδίως στην Ευρώπη, η δικτατορία του 1967 και η δράση των Ελλήνων αντιπάλων του καθεστώτος εκείνου –στρατευμένων κομμουνιστών έως και οπαδών της φιλελεύθερης ιδεολογίας–, από τον Μίκη Θεοδωράκη μέχρι τον Γιώργο Σεφέρη. Ας μη λησμονούμε, επίσης, ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών συνέπεσε χρονικά με τα μεγάλα, συχνά βίαια, φοιτητικά κινήματα στα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, όχι πάντοτε άμοιρα από την επίδραση των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών και –στην Ευρώπη– της Stasi, ειδικά στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του, τότε, Δυτικού Βερολίνου.
Αποτέλεσμα των παραγόντων αυτών υπήρξε το να μάθουμε –ή να ξαναμάθουμε– την ιστορία του τόπου μας, της δεκαετίας του ’40, από αλλοδαπούς ιστορικούς, στη συντριπτική τους πλειονότητα αριστερούς, με ποικίλη διαβάθμιση της πολιτικής τους στράτευσης. Η εκτεταμένη έρευνά τους στα μέχρι τότε παρθένα βρετανικά, γερμανικά, αμερικανικά και άλλα αρχεία, αλλά και οι συνεντεύξεις τους με πολλούς πρωταγωνιστές της περιόδου 1941-1944, πλούτισαν σημαντικά την ιστορική μας γνώση, ενώ προσέδωσαν στα βιβλία τους διεθνές κύρος και βαρύτητα. Όμως όλα αυτά με μία επιφύλαξη: Το έργο τους αποτέλεσε τη δική τους εκδοχή για την ιστορία του τόπου μας, με μια βεβαιότητα ή και μια αλαζονεία που εντυπωσιάζουν. Δεν υπήρξαν αθώα όλα εκείνα τα βιβλία. Οι επιλεκτικές παραθέσεις κειμένων, ο σκόπιμος «ενταφιασμός» άλλων, η ταχυδακτυλουργική προχρονολόγηση ή μεταχρονολόγηση βρετανικών εκθέσεων, χωρίς μάλιστα μνεία της πολιτικής τοποθέτησης του συντάκτη τους, η ελαχιστοποίηση της σημασίας διαφόρων γεγονότων και η μεγιστοποίηση άλλων, συγχρόνως και οι συχνά απαξιωτικοί –έως υβριστικοί– χαρακτηρισμοί για κάθε αντίθετο προς το ΕΑΜ, ήταν μερικά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους. Ένα πρόχειρο παράδειγμα προσφέρει ο ίδιος ο Mazower: Από τις 377 σελίδες του παραπάνω βιβλίου του αφιερώνει στα Τάγματα Ασφαλείας περισσότερες από 10, ενώ η ΟΠΛΑ περνάει απαρατήρητη, στριμωγμένη σε 3 (τρεις) μόλις σειρές. Για τον αριθμό των θυμάτων της, για τα κριτήρια της επιλογής τους, για τον σκοπό των δολοφονιών και για τις ποικίλες όσο και σημαντικές επιπτώσεις τους, λόγος ουδείς. Ο ίδιος, επίσης, αντί για φωτογραφία, λόγου χάρη της Λέλας Καραγιάννη, η οποία αγνοείται στο βιβλίο του, επιλέγει να δημοσιεύσει φωτογραφία της Χρύσας Χατζηβασιλείου, με τη λεζάντα, μάλιστα: «Αγωνίστρια (Activist) του ΚΚΕ». Διατρέχοντας το σύνολο του βιβλίου, μάταια θα αναζητήσει κανείς τον τόπο και τον χρόνο των «αγώνων» της Χατζηβασιλείου κατά του ξένου κατακτητή. Ασφαλώς και υπήρξε μεγάλη αγωνίστρια η Χρύσα Χατζηβασιλείου – αλλά αγωνίστρια για την επικράτηση του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Τόσο πριν από την «επιμόρφωσή» της στη σοβιετική KUTV όσο και, ιδίως, μετά. Αν αυτό ήθελε να προβάλει ο Mazower με τη φωτογραφία της, θα μπορούσε, τουλάχιστον, να το διευκρινίσει στον αναγνώστη του.2
Μια δεύτερη «συμβολή» στην ιστορική γνώση για τη συγκεκριμένη εποχή αποτέλεσαν οι διδακτορικές διατριβές Ελλήνων αριστερών ερευνητών –προϊόντων, εν πολλοίς, και αυτών της δικτατορίας του 1967– σε βρετανικά πανεπιστήμια. Ελέω «σοσιαλισμού» και της προσπάθειας του ΠΑΣΟΚ να οικειοποιηθεί και να εκμεταλλευθεί το νεοεαμικό ρεύμα των ετών 1974-1985, οι θύρες των ελληνικών πανεπιστημίων υπήρξαν ορθάνοικτες γι’ αυτούς, όπως και για όποιον άλλο όμνυε στο όνομα της Αριστεράς. Σήμερα, μερικοί έχουν αναθεωρήσει τις παλιές απόψεις τους, άλλοι όχι.
Περαιτέρω αποτέλεσμα του έργου όσων, σε γενικότατες γραμμές, αναφέρονται παραπάνω, υπήρξε η παροχή στα δύο τμήματα του –ήδη από το 1968– διασπασμένου ΚΚΕ και στα ποικιλώνυμα, ενωμένα ή διαιρεμένα, παράγωγά τους πολύτιμου ηθικού ερείσματος που δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να αποκτήσουν. Το αποτυχημένο κομμουνιστικό κίνημα του 1944, η δεινή ήττα του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού», το 1949, και η εσωκομματική τραγωδία του ΚΚΕ, στο Μπούλκες, στην Τασκένδη, στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία και αλλού –ασφαλές δείγμα τού τι επρόκειτο να ακολουθήσει στην πατρίδα μας αν αυτό είχε επικρατήσει–, μόνο στη ρομαντική και ωραιοποιημένη εκδοχή της «Εθνικής Αντίστασης» μπορούσαν να βρουν, αν όχι δικαίωση, τουλάχιστον αντίδοτο. Του το πρόσφεραν απλόχερα, συχνά εις βάρος της αλήθειας.
Μια σημαντική πηγή πληροφοριών μας για την ίδια περίοδο, ειδικά για τα χρόνια 1942-1944, αποτελούν τα βιβλία με τις αναμνήσεις των κορυφαίων μελών της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα, κυρίως των Christopher Montague Woodhouse, Edmund Charles Wolf Myers και Nicholas Geoffrey Lempière Hammond. Εναντίον τους, με σκοπό την εξουδετέρωσή τους ως αξιόπιστων ιστορικών πηγών, διατυπώθηκαν από το αλλοδαπό, μεταπολιτευτικό αριστερό ρεύμα δύο μομφές. Η πρώτη, ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους, ότι περιέχουν ανακρίβειες, ψέματα (sic) αλλά και αποκρύψεις γεγονότων.3 Η μομφή αληθεύει εν μέρει, με την εξής όμως διαφορά: Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μάλιστα ακόμα μέχρι και σήμερα, τα Βρετανικά Αρχεία, όπως επίσης και τα υπό έκδοσιν βρετανικά βιβλία για την ιστορία της εποχής, τελούν υπό το άγρυπνο μάτι της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, του Foreign Office και της Secret Intelligence Ser­vice (SIS, κοινώς ΜΙ6), που υπάγεται σ’ αυτό. Έτσι, όπως πιστεύω, οι ­όποιες, συνήθως δευτερεύουσες, πλημμέλειες στα βιβλία αυτά δεν οφείλονται σε πρόθεση των συγγραφέων τους, αλλά σε κάποιο είδος προληπτικής λογοκρισίας η οποία ασκήθηκε στα κείμενά τους πριν δοθούν στη δημοσιότητα. Πιο συγκεκριμένα, σε εποχή που τα αρχεία της SOE –και εν μέρει του Foreign Of­fice– παρέμεναν επτασφράγιστα, ουδείς από τους τρεις θα τολμούσε να αποκαλύψει όλη την αλήθεια για το τι πραγματικά συνέβη στο τρίπτυχο Λονδίνου-Μέσης Ανατολής-ελληνικών βουνών.4
Η δεύτερη μομφή που τους αποδόθηκε ήταν πως το έργο τους –δημοσιευμένο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου– διακρίνεται για αντικομμουνισμό και, δήθεν, προκατάληψη εις βάρος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Για λόγους σκοπιμότητας ή και άγνοιας, ο ψόγος αυτός έχει γίνει αποδεκτός περισσότερο από τον προηγούμενο. Όμως: Εάν, λόγου χάρη, ανατρέξει κανείς στην αδημοσίευτη «Ιστορία της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής» του Woodhouse (1945), θα τον βρει να αποκαλεί τον Στέφανο Σαράφη «ανδρείκελο» του ΚΚΕ, χαρακτηρισμό που δεν επαναλαμβάνει στα βιβλία του. Θα τον βρει, επίσης, να ισχυρίζεται πως, με λίγες εξαιρέσεις, οι όποιες πολεμικές δραστηριότητες του ΕΛΑΣ είχαν σκοπό να δικαιολογήσουν τις χρυσές λίρες και τα εφόδια που διαρκώς απαιτούσε και ελάμβανε από τους Βρετανούς. Eπιπλέον: Ο Wood­house υπήρξε ο πρώτος ο οποίος –ήδη το 1947– αναγνώρισε την πλαστότητα του «Συμφώνου του Μελισσοχωρίου»,5 αλλά και ο πρώτος ο οποίος αποκάλυψε το –μέχρι τότε άγνωστο– φιλομοναρχικό τηλεγράφημα του Ναπολέοντα Ζέρβα, προϊόν, αποκλειστικά, συστάσεων και παραινέσεων του ιδίου, γεγονός που κατέστρεψε πολιτικά τον Ζέρβα.
Συνεχίζω: Εκτός από τις ήδη δημοσιευμένες –και αυτές στην αλλοδαπή– εκθέσεις των Woodhouse, John Melior Stevens και David John Wallace, υπάρχει σωρεία άλλων, των ετών 1943-1944, που είτε έχουν χρησιμοποιηθεί αποσπασματικά στην παραπάνω βιβλιογραφία είτε και καθόλου. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν γράφηκαν για να δημοσιευθούν. Ενδεικτικά, θα επικαλεσθώ μιαν από τις πλέον ενδιαφέρουσες, όχι μόνον για το περιεχόμενό της αλλά, κυρίως, λόγω του συντάκτη της. Aνώτερο στέλεχος του ελληνικού τμήματος της SOE Καΐρου, ο αντισυνταγματάρχης Peter McMullen είναι από εκείνους που υποστηρίζουν και επιδιώκουν τη μεταπολεμική κυριαρχία του ΕΑΜ. Τον Αύγουστο του 1943 τοποθετείται ως αξιωματικός-σύνδεσμος στην Πελοπόννησο, όπου η επαφή του με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τον κάνει να αλλάξει απόψεις. Απόσπασμα από την αδημοσίευτη πολυσέλιδη έκθεσή του μετά την επιστροφή του στο Κάιρο, τον Ιανουάριο του 1944:6
Πριν από μερικούς μήνες πίστευα ότι, πιθανόν, θα καταλάβουν την εξουσία, θα εξοντώσουν κάθε αντιπολίτευση και ύστερα, βασισμένοι στην προπαγάνδα («Εμείς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που ανήκαμε στις Ένοπλες Δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, υπήρξαμε η μόνη αντιστασιακή οργάνωση που πολέμησε τους Γερμανούς»), θα προβούν σε μια μεγαλόψυχη χειρονομία και θα εγκαταλείψουν την εξουσία, πιστεύοντας πως θα εξασφαλίσουν επαρκείς έδρες στις μαγειρεμένες εκλογές που θα ακολουθήσουν, έτσι ώστε είτε να επιστρέψουν στην εξουσία ή τουλάχιστον να συγκροτήσουν μια ισχυρή αντιπολίτευση. Τώρα, πιστεύω πως εκτιμούν ότι είναι τόσο αντιπαθείς στον λαό, ώστε η καλύτερη και μοναδική τους ευκαιρία είναι να κατακτήσουν και να διατηρήσουν την εξουσία εναντίον κάθε επίδοξου διεκδικητή της.
Και για να κλείσω αυτή την παράγραφο, παραπέμπω επίσης στην έκθεση του Θεόδωρου Μακρίδη, του στρατιωτικού «εγκέφαλου» του ΚΚΕ, όπως τη δημοσίευσε ο Γρηγόρης Φαράκος. Οι χαρακτηρισμοί του για τον ΕΛΑΣ και τη μαχητική του ικανότητα είναι, συχνά, βαρύτεροι από εκείνους των Βρετανών.7
Η πρώτη και πρωτοπόρα εκείνη γενιά των ιστορικών δημιούργησε επιγόνους. Επαγγελματίες ιστορικούς, αυτοαποκαλούμενους ιστορικούς ή απλούς κομματικούς προπαγανδιστές, άσχετους με την Ιστορία. Ακόμα και ο εκ μέρους πολλών χειρισμός της ελληνικής γλώσσας (η ονομαστική απόλυτος περνάει ημέρες δόξας λαμπρές) αποτελεί ασφαλές δείγμα για τη γενικότερη κατάπτωση της –υπό αριστερή κυριαρχία– Παιδείας στη χώρα μας. Από πλευράς ουσίας, εδώ κυριαρχούν η αμάθεια ή, ακόμα χειρότερα, η ημιμάθεια. Ένα παράδειγμα: Ουδείς από τους «γεννήτορες», πιστεύω, θα έγραφε ποτέ πως το μεγάλο στρατιωτικό κίνημα του 1943 στη Μέση Ανατολή ξέσπασε ενόσω ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος βρισκόταν στο Λονδίνο. Κι όμως, το κείμενο με τον ιστορικό σολοικισμό εγκρίθηκε ως διδακτορική διατριβή σε ελληνικό πανεπιστήμιο, χωρίς καν να διορθωθεί. Ο νεαρός υποψήφιος διδάκτωρ ήταν αριστερός, με ισχυρό, επίσης αριστερό, «πάτρωνα» έναν από τους «γεννήτορες».
Δεύτερο χαρακτηριστικό των επιγόνων, η απροκάλυπτη πολιτική στράτευση, η εξυπηρέτηση εκείνου του ανατριχιαστικού: «Τι πρέπει να λέμε». Όπως έχω αλλού υποστηρίξει,8 επειδή ο ιστορικός λόγος της Αριστεράς υπήρξε ανέκαθεν ταυτισμένος με την πολιτική της επιβίωση ή επικράτηση, το «Τι πρέπει να λέμε» αποτελεί χαρακτηριστικό και της νεότερης, επιστημονικοφανούς αριστερής ιστοριογραφίας. Εκεί που ακόμα και ο ακατάσχετος βερμπαλισμός όσο και οι άφθονοι νεολογισμοί επιστρατεύονται για να αναλυθεί, λόγου χάρη, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας μπροστά στην πρόκληση της Ιστορίας».
Τελευταίο χαρακτηριστικό των αριστερών και όχι μόνον ιστορικών της δεκαετίας του ’40, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, αποτελεί η προχειρότητα· όπως, επίσης, και η a priori «βεβαιότητά» τους σχετικά με πρόσωπα, πολιτικά κόμματα και γεγονότα του παρελθόντος. Ευγενής νεότερος πανεπιστημιακός ανταποκρίθηκε στην παράκλησή μου και μου έστειλε την αδημοσίευτη διδακτορική του διατριβή σε γερμανικό πανεπιστήμιο. Σε κάποια σελίδα της μας πληροφορεί πως η αποτυχία του βενιζελικού κινήματος του 1935 «έδωσε τη δυνατότητα στις» (εκλεγμένες από τον ελληνικό λαό) «αντιδραστικές (sic) δυνάμεις να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το σύνολο του κρατικού μηχανισμού». Και για να συνεχίσω με τον κατήφορο: Έλληνας, διδάκτωρ του King’s College του Λονδίνου, μας γνωρίζει πως οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει σταθμούς της Abwehr στο Ηράκλειο και στην «Κανέα». Φθάνει μέχρις εδώ.

Με λίγες λαμπρές εξαιρέσεις, αυτή είναι περίπου η εικόνα της σύγχρονης ελληνικής ιστορικής έρευνας και συγγραφικής παραγωγής. Χωρίς σεβασμό στο αντικείμενο, αποτελεί συχνά ψυχρό μέσο επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης μετριοτήτων, αλλά και, εν πολλοίς, άμεσο ή έμμεσο δημιούργημα των «γεννητόρων».
Στις εξαιρέσεις που προανέφερα αναμφίβολα περιλαμβάνεται και μια μικρή ομάδα Ελλήνων πανεπιστημιακών η οποία, με τη μικροσκοπική ανάλυση της ιστορίας γεωγραφικών περιοχών της χώρας αλλά και της συμπεριφοράς ιδιαίτερων εθνικών ομάδων στη διάρκεια της Κατοχής, επιδιώκει να συμβάλει στην έρευνα για την εμφυλιοπολεμική βία της συγκεκριμένης περιόδου. Τα συμπεράσματά της δεν έγιναν αρεστά στην κομμουνιστική και, ακόμα περισσότερο, στην κατ’ όνομα «ανανεωτική» Αριστερά, η οποία μέχρι τότε απολάμβανε την –ελλείψει αντιπάλου δέους– απόλυτη κυριαρχία της στην ελληνική ιστοριογραφία. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσουν οι «ανανεωτικές» μάσκες και να επανέλθουμε στο γνώριμο από παλαιοτέρους καιρούς υβρεολόγιο: «Φασίστες», «ταγματασφαλίτες», «χιτλερικοί», «κομματικοί ινστρούχτορες», «ψεύτες», και αρκετά άλλα, όχι ιδιαίτερα τιμητικά για τους επικριτές. Στη συνέχεια, όταν έγινε αντιληπτό πως οι ύβρεις λειτουργούν ανάστροφα, αντικαταστάθηκαν με κομψότερες και πιο επιστημονικοφανείς εκφράσεις, όπως: «Αναθεώρηση της Ιστορίας», «Επιστροφή σε δόγματα της δεκαετίας του 1950», «Προσέγγιση της Ιστορίας από αγγλοσαξονική οπτική γωνία», και άλλα παρόμοια.
Ήδη από τη Μεταπολίτευση και ύστερα, εκδόθηκαν μερικά βιβλία τα οποία επέφεραν ρήγματα στο τείχος του ιστορικού Μύθου που, με τόση προσπάθεια, έχτιζε γύρω της η ελληνική Αριστερά, στο πλαίσιο της εκ μέρους της «διαχείρισης της ήττας» της. Σημαντικότερο από αυτά ήταν οι Αναμνήσεις του Γιάννη Ιωαννίδη, του ανθρώπου ο οποίος ήταν το δεξί χέρι του Νίκου Ζαχαριάδη, τόσο προπολεμικά –τότε αποτελούσε και τον αποκλειστικό παραλήπτη των οδηγιών της NKVD– όσο και μεταπολεμικά. Όπως είναι σήμερα γνωστό, στη διάρκεια της Κατοχής ο Ιωαννίδης υπήρξε ο αφανής συν-ηγέτης του ΚΚΕ.
Το σοβαρότερο όμως πλήγμα στον αριστερό Μύθο προκάλεσε το ιστορικό έργο του Γρηγόρη Φαράκου, ενός ανθρώπου με «λόγο γνώσεως», καταπώς λέμε οι νομικοί. Στο έργο αυτό θα γίνει ευρεία αναφορά στις σελίδες ετούτου του βιβλίου. Κάτι, ωστόσο, που αξίζει να επισημανθεί εδώ, είναι μία άμεση συνέπειά του, συγκεκριμένα η –έστω όψιμη– mea culpa του καθηγητή John Ο. Iatrides, του Νέστορα των αγγλόφωνων ιστορικών της ελληνικής Διασποράς. Ακολουθούν αποσπάσματα από άρθρο του στην εφημερίδα Το Βήμα (8.3.2009):
Όταν, στη δεκαετία του ’60, ξεκίνησα να ασχολούμαι σοβαρά με το θέμα των επιδιώξεων και της στρατηγικής του ΚΚΕ σε σχέση με τη μετακατοχική Ελλάδα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι φόβοι της «εθνικόφρονης» παράταξης αλλά και των Βρετανών σχετικά με την επιδίωξη κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές ήταν σε μεγάλο μέρος είτε αβάσιμοι είτε υπερβολικοί, προϊόν αντικομμουνιστικής προκατάληψης και παραπληροφόρησης.
Χρειάστηκα τελικά κάμποσα χρόνια για να αντιληφθώ πως τα συμπεράσματά μου αυτά για τους στόχους και την τακτική του ΚΚΕ ήταν μόνο εν μέρει ορθά, ενδεχομένως και κάπως αφελή […]
Από τις έρευνες και τα στοιχεία που παραθέτει [ο Φαράκος] προκύπτει πλέον αδιαμφισβήτητα πως από τις πρώτες κιόλας μέρες της Κατοχής βασικός στόχος του ΚΚΕ ήταν η κατάληψη και μονοπώληση της εξουσίας. Στη λογική αυτή εντάσσεται πλήρως και η ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ […]

Το άρθρο του Ιατρίδη ακολούθησε απόλυτη σιωπή. Δεδομένου του κύρους του και της συγγραφικής του προσφοράς στην ελληνική Αριστερά, ουδείς τόλμησε να τον καθυβρίσει και να τον αποκαλέσει «φασίστα» ή «αναθεωρητή».
Ίσως συμπτωματικά, ίσως και όχι, λίγο μετά την ολοκλήρωση της βασικής τριλογίας του Φαράκου, στην «ανανεωτική» αριστερή ιστοριογραφία αρχίζουν να εμφανίζονται δύο τάσεις: Η πρώτη συνίσταται στην εμφανή σκλήρυνση, οπισθοχώρηση και περιχαράκωσή της σε παλαιά πρότυπα και μυθεύματα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Τεκμήρια υπάρχουν πολλά, μεταξύ τους όμως προέχει η Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1940-1945, Κατοχή-Αντίσταση (Επιμέλεια: Χρήστος Χατζηιωσήφ-Προκόπης Παπαστρατής). Ένα παράδειγμα: Στη σελίδα 139 του τόμου Γ2, δημοσιεύεται αφίσα με έναν Επονίτη να διαλαλεί με το χωνί: «Βοηθήστε την ΠΕΕΑ. Ψηφίστε την ΠΕΕΑ». Ακριβώς από κάτω αναγράφεται: «Πατριώτες: Ολοζώντανοι οι 42 Αστυφύλακες προσχώρησαν στις Απελευθερωτικές Δυνάμεις της ΠΕΕΑ». Λίγοι θυμούνται σήμερα τι ήταν οι 42 αστυφύλακες που «ολοζώντανοι προσχώρησαν στην ΠΕΕΑ». Και για να μη θεωρηθώ «αναθεωρητής», αφήνω τον λόγο στον Γιάννη Ιωαννίδη και στο αδημοσίευτο όσο και αυθεντικό, λόγω πηγής,9 κείμενο δύο τηλεγραφημάτων του προς τον Γιώργη Σιάντο:
ΡΑΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ αριθ. 14-15/ του ΠΓ
Αριθ. 14
Πολιτικό Γραφείο/Αθήνας/
Πελοπόννησος πληροφορεί 9 Απρίλη συνελήφθησαν μεταξύ Αιγείρας και Δερβενά 50 Αστυφύλακες και 7 Γερμανοί. Όλοι αυτοί εστέλλονταν ανάκρισιν για να περάσουν στρατοδικείο όσοι θα επιβαρύνονταν [. Κ]αθ’οδόν κατά διαταγήν Μεραρχίας εκτελέσθηκαν 42 από τους αστυφύλακες. Η εκτέλεση έγινε κατ’ ανάγκην λόγω εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και κινδύνου απελευθέρωσής των και αφού διεπιστώθη ότι επρόκειτο για χαφιεδόμουτρα. /Ακολουθεί/

Αριθ. 15
/Συνέχεια/ Κατά εκτέλεσιν δεν πάρθηκαν απαραίτητα μέτρα και ανακαλύφθηκαν τα πτώματα […] Αυτά προς κατατόπισίν σας.
27 Μάη Γιάννης/Ιωαννίδης/
Στην παραπάνω Ιστορία ουδείς, βεβαίως, λόγος γίνεται για το τραγικό αυτό γεγονός, οπότε η δημοσίευση της αφίσας μόνον σαρκασμό απέναντι στο ΚΚΕ και στην ΕΠΟΝ θα μπορούσε να υποδηλώνει. Και επειδή κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, τα συμπεράσματα είναι προφανή.
Η δεύτερη τάση έγκειται στην προσπάθεια μετατόπισης του ιστορικού ενδιαφέροντος από την περίοδο της Κατοχής και της έντεχνης στροφής του προς την κομμουνιστική ανταρσία των ετών 1946-1949, έτσι ώστε η Κατοχή να παραμείνει αλώβητη, μακριά από περαιτέρω απομυθοποίηση. Φθάσαμε, λοιπόν, στο σημείο να εγκαλείται το ΚΚΕ επειδή δεν δημοσιοποιεί τα αρχεία του της εποχής του «Εμφυλίου», με εγκαλούντα, μάλιστα, ανώτατο στέλεχος των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, τα οποία, με τη σειρά τους, επιμένουν να κρατούν «κλειδωμένες» τις εκθέσεις του Ανδρέα Τζήμα και αρκετών άλλων που αφορούν την «Εθνική Αντίσταση» και τα χρόνια 1941-1944.
Ενώ δεν συμβαίνει το αντίθετο, αποτελεί μάλλον σπάνιο γεγονός η ενασχόληση ενός Έλληνα με τη ζωή και τη δράση ενός Βρετανού. Iδίως, μάλιστα, όταν το όνομά του είναι σχεδόν άγνωστο στην Ελλάδα και, επιπλέον, η δράση του εντοπίζεται στα χρόνια 1941-1944, ειδικότερα δε στις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες.
Ήδη στα χρόνια του Μεσοπολέμου, στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, την «πονηρά Αλβιώνα», αποτελούν φαινόμενο διάχυτο, με ιδιαίτερο αντικείμενο του φόβου την τότε υποβαθμισμένη Intelligence Service, φερόμενη ως αιτία κάθε κακοδαιμονίας αυτού του τόπου.
Η εικόνα αρχίζει να αλλάζει με τη συμμετοχή βρετανικών στρατευμάτων στην άμυνα κατά της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, όπως επίσης και στη Μάχη της Κρήτης, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Στην περίοδο της τριπλής –γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής– κατοχής που ακολουθεί, η Μεγάλη Βρετανία γίνεται πηγή ελπίδας για την απελευθέρωση της χώρας αλλά και για έναν καλύτερο μεταπολεμικό κόσμο. Δυστυχώς όμως, η αντιφατική πολιτική της για τις ανάγκες του πολέμου, κυρίως απέναντι στην Ελλάδα, ενίσχυσε ποικιλότροπα τις έμφυτες διχαστικές ροπές του ελληνικού λαού και είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά εμφυλίων συγκρούσεων, την ηθική απαξίωση της χώρας και την αμαύρωση της προσφοράς της στον αγώνα κατά του Άξονα. Όλα αυτά πληρώθηκαν πολύ ακριβά στη δεκαετία του ’40 και στις επόμενες δεκαετίες, πληρώνονται δε ακόμα.
Στη διάρκεια του πολέμου κατά του Άξονα εμφανίζεται μια νέα γενιά Βρετανών φιλελλήνων, με κύριο εκπρόσωπό της, ιδίως λόγω συγγραφικού έργου, τον Chris Woodhouse. Όπως παρατηρεί ο ίδιος,10 οι διαφορές τους με τους φιλέλληνες του πολέμου της Ελληνικής Ανεξαρτησίας υπήρξαν σημαντικές. Εντούτοις, προσθέτει:
Οι φιλέλληνες που τους χώριζε πάνω από ένας αιώνας θα αναγνώριζαν οι μεν τους δε. Θα αναγνώριζαν, επίσης, τους Έλληνες της εποχής τους και, φυσικά, θα αναγνώριζαν τον Βύρωνα ως πηγή της έμπνευσής τους. Μας δίδαξε όλους πως «ήταν καλύτερο να πεθαίνεις κάνοντας κάτι, παρά μην κάνοντας τίποτα».
Ενώ οι φιλέλληνες του 1821 τιμώνται από το ελληνικό κράτος και τον ελληνικό λαό, δεν συμβαίνει το ίδιο με εκείνους του 1941-1944. Εδώ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: Η ελληνική Αριστερά δεν λησμονεί ότι εξαιτίας των Βρετανών έχασε την πολυπόθητη εξουσία στην Ελλάδα, στην οποία είχε φθάσει τόσο κοντά. Και ενώ θα περίμενε κανείς την αναγνώρισή τους από την άλλη πλευρά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Σε συνδυασμό με το μίσος που ενέσπειρε εναντίον της Βρετανίας η –συχνά απάνθρωπη– συμπεριφορά της απέναντι στο άκαιρo κυπριακό αίτημα για ανεξαρτησία, οι περισσότεροι αποδίδουν στους «Άγγλους» την αλόγιστη αιματοχυσία των ετών 1943-1944 αλλά και τα όσα τραγικά ακολούθησαν. Συνήθης είναι, επίσης, και η συμπλεγματική ερμηνεία των γεγονότων από τον μέσο Έλληνα: «Οι Άγγλοι μάς έβαλαν να φαγωθούμε μεταξύ μας. Δεν ήθελαν μια ισχυρή Ελλάδα». Το ότι σε μια ευτυχή σύμπτωση βρετανικού (όμως και σοβιετικού) κυνισμού και ελληνικών εθνικών συμφερόντων η χώρα μας παρέμεινε –εις βάρος, μάλιστα, της Πολωνίας– εδαφικά ακέραιη και έξω από τον κομμουνιστικό «παράδεισο», αγνοείται από πολλούς.
Η στάση αυτή της ελληνικής κοινωνίας, προϊόν γενίκευσης και αοριστολογίας, οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα: Πώς αντιμετώπισαν οι Βρετανοί την Ελλάδα στα χρόνια 1939-1944; Και αν θέλει κάποιος να αποφύγει τις γενικεύσεις, δεν μπορεί παρά να διερωτηθεί: Ποιοι Βρετανοί; Ο Neville Cham­berlain και, ιδίως, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ; Η ηγεσία και οι αξιωματούχοι του Foreign Office; Οι υπεύθυνοι του στρατιωτικού σχεδιασμού στο Λονδίνο και στο Κάιρο; Οι ποικίλες βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, τα στελέχη και οι πράκτορές τους;
Ο Noël Carlisle Rees δεν έδρασε στα ελληνικά βουνά, όπως η πλειονότητα των Βρετανών φιλελλήνων της νεότερης γενιάς. Πιστός, όσο λίγοι, στο βυρωνικό πνεύμα, αφοσιώθηκε στην απελευθέρωση της Ελλάδος από την άλλη πλευρά του Αιγαίου πελάγους, από τη Σμύρνη. Για να βρεθεί σύντομα και εκείνος στη δίνη του αγώνα για την εξουσία στη μεταπολεμική Ελλάδα και να υποστεί τις συνέπειες της αλλοπρόσαλλης βρετανικής πολιτικής. Έτσι, η ιστορία του αποτελεί τμήμα της ελληνικής ιστορίας.
O Noël Rees υπήρξε επικεφαλής της MI6, της ΜΙ9 και άλλων βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στη Σμύρνη, μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδος. Η δράση του σ’ αυτές τον κράτησε στο σκοτάδι και δεν είναι διόλου τυχαίο πως στο μεγαλύτερο μέρος της σχετικής βρετανικής βιβλιογραφίας αναφέρεται απλώς ως «Ο Άγγλος Πρόξενος». Στην ελληνική βιβλιογραφία το όνομά του μνημονεύεται κάπως συχνότερα, συνήθως όμως παραλλαγμένο σε «Ρηζ», «Ριζ», «Ρέις» κ.ά.
Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στην αφήγηση της ζωής του Noël Rees και της προσφοράς του στην Ελλάδα του πολέμου και της αντίστασης κατά του Άξονα. Παράλληλα, επιχειρεί να περιγράψει πτυχές από τη δράση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών της Μέσης Ανατολής στη χώρα μας ή σε σχέση με αυτήν, και να απαντήσει στα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω. Επιδιώκει, τέλος, να αποκαταστήσει την αλήθεια σχετικά με πρόσωπα και γεγονότα της εποχής εκείνης, έτσι ώστε να κατανεμηθούν δίκαια οι ευθύνες πολλών, Ελλήνων και Βρετανών, για την ελληνική τραγωδία. Και όλα αυτά χωρίς να διεκδικεί τίτλους τελεσιδικίας. Όπως θα φανεί και από τις σελίδες που ακολουθούν, το γνωστικό υλικό της περιόδου 1941-1944 συνεχώς εμπλουτίζεται και η ερμηνεία του, ανάλογα και με τα νέα ευρήματα, μεταβάλλεται διαρκώς. Τελεσιδικίες, εξάλλου, στην Ιστορία επικαλούνται μόνον οι αρνητές της. Και για να παραφράσω τον John Lukacs: Δεν έχουμε ακόμα τελειώ­­σει με την Κατοχή.
Αθήνα, 5 Ιουνίου 2011
*O Πέτρος Στ. Mακρής-Στάϊκος γεννήθηκε το 1949. Eίναι δικηγόρος Aθηνών. Το Κίτσος Μαλτέζος - Ο αγαπημένος των θεών είναι το πρώτο του βιβλίο. Επίσης, έχει μεταφράσει κι επιμεληθεί το βιβλίο Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα - Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη David J. Wallace (1943), που κυκλοφόρησε το 2009, κι αυτό από την "Ωκεανίδα".





Δεν υπάρχουν σχόλια: