Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Ξενιτεμένοι Μακεδόνες Έλληνες (3)


Ξενιτεμένοι Μακεδόνες Έλληνες (3)

Η Χρυσάνθη Τσιάμτση είναι μια ακόμη ξενιτεμένη συμπατριώτισσα. Όπως η ίδια αναφέρει:
Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη όπου έζησα τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια. Από παιδί ανήκω στην κλίκα των «αναζητητών». Από τότε προσπαθώ να καταλάβω… 
Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που με ανάγκασε να αρχίσω να γράφω και να ζωγραφίζω. Ίσως όμως να φταίει μόνο ο νησιώτης παππούς μου που είχε αδυναμία στα «λάδια». Όπως και να ’ναι όμως, το μονοπάτι της αναζήτησης με έφερε το 1988 στην Γερμανία όπου συνεχίζω να ζω και να εργάζομαι μέχρι σήμερα. Από το 2008 ασχολούμαι αποκλειστικά με την ζωγραφική. Είμαι μια αυτοδίδακτη ζωγράφος. 
Όσον αφορά το γράψιμο, έγραφα σχεδόν πάντα… Έχω διακριθεί σε πολλούς ποιητικούς και λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Έργα της
- 2013 «ταξιδεύοντας…» Εκδόσεις iWrite.gr 
 - Ποιήματα και πεζά της είναι δημοσιευμένα σε συλλογικές εκδόσεις

Δημοσιεύουμε παρακάτω το εξαιρετικό διήγημά της "Καλημέρα κυρία…" που ξεχώρισε και συμπεριλήφθηκε στον τόμο με τα 30 καλύτερα διηγήματα του Γ΄ Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Διηγήματος που εκδίδεται μετά από κάθε διαγωνισμό από τον Πολιτιστικό Σύλλογο "Βιβλιόφιλοι Έδεσσας".



   Καλημέρα κυρία… 
   
«Καλημέρα κυρία…» Μια συντονισμένη καλημέρα ακούστηκε να βγαίνει δυνατά από στόματα οκτάχρονων παιδιών. Μια κοφτή ευχή που κατάφερε με την έντασή της να σκεπάσει  το θόρυβο που δημιουργήθηκε καθώς αυτά σηκώθηκαν από τα πράσινα, ξύλινα θρανία τους, για να καλημερίσουν την καινούργια τους δασκάλα.
Τέτοια είδους σχολικά θρανία, με εκείνο το έντονο κυπαρισσί χρώμα, μπορεί να συναντήσει σήμερα κανείς μόνο σε λαογραφικά μουσεία και αν… Κάθε φορά που έμπαινε ο δάσκαλος στη τάξη, έπρεπε όλα τα σχολιαρόπαιδα μαζί να σηκωθούν, να σταθούν όρθια-κοκαλωμένα και να καλημερίσουν με ευγένεια. Έτσι συνηθιζόταν τότε, έτσι ήταν ο κανόνας. Ήταν ένα ακόμα «πρέπει» της τότε εποχής, ανακατωμένο μαζί με πολλά άλλα... Για τα κορίτσια μπλε ποδιά, και γαλανόλευκη κορδέλα στα μαλλιά, και για τα αγόρια όπως θέλανε –είχαν βλέπεις σαν «άνδρες» μια πιο μεγάλη, ακατανόητη για τα μάτια των κοριτσιών, ελευθερία. Κάθε πρωί, μετά από την προσευχή, όλοι μαζί τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, καθώς η ελληνική σημαία ανέβαινε, με το συγχρονισμένο τράβηγμα του σκοινιού της από κάποια μαθητικά χέρια, ψηλά στο κοντάρι της, για να φαίνεται το λεύτερο κυμάτισμά της από μακριά. Έτσι γινόταν τότε…
Η νεοφερμένη δασκάλα δεν ήταν ψηλή. Φορούσε πράσινο ταγιέρ. Από το δεξί πέτο της ζακέτας της ξεπεταγόταν μια χρυσή μεγαλούτσικη καρφίτσα που κουβαλούσε πάνω της πολύχρωμα πετράδια. Ένα κιτρινωπό μεταξωτό μαντήλι στόλιζε το λαιμό της για να αποσπάσει, ίσως, την προσοχή από το πρόσωπό της. Το κραγιόν της, έντονο πορτοκαλί, φρόντιζε να γίνονται τα λεπτά πικραμένα χείλη της ορατά. Τα μάτια της βαθουλωμένα. Πιθανότατα  να χωνόντουσαν όλο και πιο μέσα μετά από κάθε δύσπεπτη κατάσταση της ζωής της... Τα χρόνια είχαν σχηματίσει στην θέση των ματιών της δυο σκιερές σπηλιές από όπου δύο μικρές καφετιές μπιλίτσες ίσα που κατάφερναν να στέλνουν την αδύναμη λάμψη τους προς τα έξω. Τα μάγουλά της ήταν κι αυτά τραβηγμένα προς τα μέσα. Τα μαλλιά της ήταν αυστηρά καλοφτιαγμένα σαν να φορούσε περούκα. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι τα επιδέξια χέρια της «Κατίνας», της κομμώτριας, είχαν ολοκληρώσει το έργο τους πάνω σε κείνο το κεφάλι μόλις πριν από δύο λεπτά. Αναμφίβολα θα μπορούσε να ήταν έτσι, όμως εκείνα τα χρόνια ούτε «Κατίνα» κομμώτρια υπήρχε στην περιοχή, ούτε κομμωτήριο. 
«Καλημέρα παιδιά…», είπε καθώς έμπαινε στη μικρή σχολική αίθουσα. Ακατανόητο το πώς, μα με μιας η ζέστη και η ανεμελιά που άπλωναν τα ξύλα καθώς σιγοκαιγόντουσαν στην σόμπα διαλύθηκε. Η κρυάδα της παρουσίας της καλοχτενισμένης δασκάλας αιχμαλώτισε τη θαλπωρή του χώρου και την πάγωσε αυτόματα σαν να ήταν άχνα που αστραπιαία κοκάλωσε την ύπαρξή της πάνω σε κρύα τζάμια.  «…Καλημέρα!», ξαναείπε και αφού ακούμπησε τη  μεγάλη δερμάτινη τσάντα της πάνω στην έδρα, χάθηκε αγέλαστη στη καρέκλα της. Στρυφνή και παγερή άρχισε να μιλάει. Δεν ακουγόταν τσιμουδιά. Μέσα σε εκείνη τη μεγάλη, φοβισμένη σιωπή η παιδική καρδιά της Σταματίας περόνιασε. Χωρίς κανένα λόγο ένιωσε πως απεχθανόταν την δασκάλα της, μόνο και μόνο, επειδή ήταν έτσι όπως ήταν. Ο φόβος έκοψε τα πόδια της και έκλεψε την μιλιά της.  Ήταν σαν να είχε μπροστά της ένα θεριό, που δεν ήξερε πώς να το ονομάσει. Το θεριό όμως ήταν βαφτισμένο κανονικά και είχε και πρωτευουσιάνικο όνομα. Τους είχε συστηθεί ως κυρία-Μένη. Μάλλον από το Μελπομένη... Κανείς από τους μαθητές της όμως δεν τόλμησε ποτέ να ρωτήσει για να πάρει επιβεβαίωση. Τί να το κάνεις; Την Σταματία δεν την ενδιέφερε… Και να ήξερε από πού έβγαινε το όνομά της, δεν θα τη βοηθούσε σε τίποτε. Δυστυχώς είχε μισήσει την κυρία-Μένη. Μέσα στο μεδούλι της δούλευε μια αβάσιμη, καταχθόνια, κατάκριση. Βιαστικά, χωρίς να ψάξει να βρει  αποδεικτικά στοιχεία κατηγορίας, φυλάκισε τη νεοφερμένη δασκάλα, χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, σε ένα βαθύ μπουντρούμι στα κατάβαθα της καρδιά της. Φρόντισε να την χώσει όσο πιο βαθιά γινόταν στη γη του είναι της ώστε να μη φτάνουν οι  παρακλητικές κραυγές της ως τ’ αυτιά της. Μέρα με τη μέρα έκτιζε ένα ντουβάρι αδιαπέραστο, ένα τείχος που την έκανε να κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της και να αποφεύγει συστηματικά τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και εκείνο το μονοπάτι που οδηγούσε  στο σχολειό…
Σχολείο να το κάνει κανείς. Ένας  παλιός στάβλος ήτανε, που αφού τον καθάρισαν και τον ασβέστωσαν τον μεταμόρφωσαν σε δημοτικό σχολείο. Όμως για τους συμμαθητές της, αλλά και για την ίδια, η τάξη της ήταν μια διέξοδος, μια πόρτα προς τους όμορφους κόσμους της μάθησης.  Μόνο που τώρα μπροστά στην πόρτα εκείνη, στεκόταν το θεριό. Η πικράδα του μίσους οδηγούσε την μικρή Σταματία σε δρόμους φθοροποιούς, μακριά από τη γνώση και τη φιλία, μακριά από την αναζήτηση της αλήθειας κι από την πόρτα του σχολείου. Δεν ξέρουμε αν ήταν αυτή που για πρώτη φορά επινόησε και εφηύρε τις «κοπάνες», πάντως γεγονός ήταν ότι οι μέρες περνούσαν κι αυτή εξαφανιζόταν, πότε από δω και πότε από κει. Τις περισσότερες ώρες των μαθημάτων τις περνούσε περπατώντας μέσα στο μικρό δάσος που βρισκόταν σε απόσταση μόλις εκατό μέτρων από την αυλή του σπιτιού της. Όταν πια βαριόταν να ακούει τα μυστικά των δένδρων και να τους λέει τα δικά της, πλησίαζε το εργαστήρι του μοναδικού παπουτσή της γειτονιάς και με διακριτική προσοχή παρακολουθούσε, με κρυφές ματιές μέσα από το ξύλινο παράθυρο, τις έμπειρες κινήσεις των χεριών του καθώς ήτανε σκυμμένος πάνω στα δέρματά του. Άλλοτε πάλι ανέβαινε στη σκεπή της κυρά-Μαριάνθης για να μπορεί να συμμετέχει, έστω κι από μακριά, στα παιχνίδια των παιδιών της τάξης της στη διάρκεια των διαλειμμάτων. Τί τον ήθελε όμως εκείνο τον απερίσκεπτο ρομαντισμό; Αυτός την πρόδωσε. Βέβαια, βοήθησε και η αναφορά μιας συμμαθήτριάς της που την είδε… Έτσι την πιάσανε. Εκτός από το ξύλο που έφαγε από την μάνα της, έπρεπε από τότε να μη χάνει ούτε μία ωρίτσα. Παραφύλαγαν οι γονείς. Παραφύλαγε και το θεριό. Πού να ξεμυτίσει…      
Από τότε οι μήνες κυλούσαν χωρίς κοπάνες... Κάποια στιγμή η ξυλόσομπα έσβησε και τα παραθύρια άνοιξαν για να γεμίσουν οι αίθουσες με μυρουδιές της φύσης. Ο τόπος πλημμύρισε από αρώματα που με την τετραπέρατη σαγήνη τους κατάφερναν να γιατρεύουν τους χειμώνες πολλών ψυχών, μα δυστυχώς όχι και το μίσος της μικρούλας Σταματίας για την μεσήλικη δασκάλα της. Αυτό δεν μπόρεσαν να το γιατροπορεύσουν. Τί να ’ναι άραγε αυτό που κάνει τα μεδούλια να αντιπαθούν και να μισούν κάποιον; Από πού γεννιέται το αγκάθι αυτό που τσούζει χειρότερα κι από τα τσιμπήματα της τσουκνίδας; Γιατί να μην αντέχει κάποιος τη θωριά του άλλου παρόλο που δεν τον έχει βλάψει;  Ε! καλά τώρα, δεν τους είχε βλάψει η κυρία-Μένη; Και η βίτσα εκείνη, η λεπτή, που κατέβαινε σφυρίζοντας πάνω στις ανοιχτές παλάμες τους; «Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό…», έλεγε και τις έβρεχε ολονών τους. Και να τα δάκρυα… Πονούσε η άτιμη η βέργα. Τσιμουδιά δεν ακουγόταν την ώρα του μαθήματός της, τέτοια μεγάλη φοβία απλωνόταν τις ώρες του θεριού. Δεν ήταν μόνο η κακομοίρα η Σταματία που την φοβότανε… Ήταν κι άλλοι… Κι άλλες… Μια φορά η Μαριώ, μια μικρή μελαχρινούλα, χοντρουλίτσα αλλά τρισχαριτωμένη, δεν τόλμησε να σηκώσει το χεράκι της για να μπορέσει να πάει στον καμπινέ. Το αποτέλεσμα;  Τραγικό!!!

Ευτυχώς όμως ο καιρός περνά, και έτσι μαζί του, κατάφερε να περάσει και να τελειώσει και εκείνη η δυσκολοχώνευτη χρονιά. Η Σταματία με ένα «εννιά» στον ενδεικτικό της προχώρησε στην τρίτη τάξη, ενώ η κυρία-Μένη ανέλαβε και πάλι την διαπαιδαγώγηση της δευτέρας τάξης. Οι δρόμοι τους χώρισαν, αλλά όχι για πάντα… Η ζωή έχει γυρίσματα που δεν τα περιμένει κανείς. Στην περίπτωσή μας ούτε και η Σταματούλα…

Ήταν πλέον μαθήτρια της πέμπτης τάξης δημοτικού και μόλις είχαν καλωσορίσει ένα νέο χρόνο. Γιόρταζαν οι Θανάσηδες και ανάμεσά τους κι ένας μακρινός ξάδερφος του πατέρα της. Η μάνα της έκανε μια μηλόπιτα -που την πετύχαινε πάντοτε-, βάλανε τα καλά τους και μια και δύο βρέθηκαν να χτυπούν την πόρτα του σπιτιού του θείου Θανάση. Μετά τα φιλιά, τα χρόνια πολλά και τις χαιρετούρες με το σόι, μπήκε τελευταία η Σταματία στο σαλόνι. Παντού στριμωγμένοι συγγενείς και κει σε μια γωνία νάσου και το πράσινο ταγιέρ…                       Η κυρία-Μένη ήταν εκεί! Το πρόσωπο της Σταματίας κάηκε. Ήταν σαν να την είχανε βουτήξει σε ένα κατσαρόλι που έτυχε να βράζουν μέσα του παντζάρια. Όλοι θεώρησαν ότι το ευάλωτο κόκκινο χρώμα της ήταν απόρροια σεβασμού κι έτσι προσπερνώντας το προχώρησαν σε συζητήσεις και εξηγήσεις… Το ένα έφερε το άλλο και το τέλος την αλήθεια. Το θεριό ήταν αδερφή του θείου Θανάση. Μια ξενιτεμένη, πονεμένη ύπαρξη που είχε μείνει στο ράφι, γεροντοκόρη δηλαδή, γιατί κάποιος προικοθήρας την είχε ξεμυαλίσει. Έφαγε ό,τι μπορούσε να φάει από την περιουσία της, και μετά από χρόνια την άφησε μισοξεραμένη πίσω του καθώς ξαφνικά ένα πρωινό την παράτησε και έγινε Λούης… Τότε αυτή, στεγνή όπως ήταν, άφησε με την σειρά της πίσω της την πρωτεύουσα και, προσπαθώντας να ξεχάσει, βρέθηκε δασκάλα στην πόλη που έμενε ο αδερφός της. Αυτό ήταν, η Σταματία είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Πρόσεξε ότι το θεριό μπορούσε και να χαμογελά. Πρόσεξε ότι η φωνή της δεν είχε απαξιωτική χροιά αλλά γλυκιά και όταν πια την αγκάλιασε και χάθηκε μέσα στο πράσινο του ταγιέρ της δεν ένιωσε κρυάδα, μα συμπόνια. Εκείνη τη στιγμή μια διάπυρη κατανόηση ιχνογράφησε τις σκέψεις που γέννησε το μυαλό της και έτσι γκρεμίστηκε, χωρίς ιδρώτες και επαναστάσεις, το αχώνευτο τείχος της κατάκρισης που χώριζε τις δύο γυναίκες. Αστραπιαία χάθηκε, ενώ, όπως καθαρά θυμόταν η Σταματία, είχε πάρει μήνες για να χτιστεί τόσο ψηλό και άφταστο. Η αλήθεια σαν ανεμοστρόβιλος σάρωσε όλες του τις πέτρες, τις έκανε θρύψαλα και έβγαλε την κυρά-Μένη από την υγρή και σκοτεινή φυλακή της.
Εκείνο το ίδιο βράδυ η Σταματία τής έγραψε ένα γράμμα. Τον πρώτο καιρό το κουβαλούσε πάντοτε μαζί της ψάχνοντας να βρει την κατάλληλη ευκαιρία για να της το δώσει. Μα η ώρα εκείνη δεν ήρθε ποτέ, πάντα ξεστράτιζε… Η Σταματία το διάβαζε συχνά προσπαθώντας να σκιαγραφήσει τυχόν αντιδράσεις που θα είχε η κυρία «της», όταν θα το κρατούσε κάποια στιγμή στα χέρια της. Φρόντιζε με απτόητο ενδιαφέρον να μετατρέπει τις γραμμές του ανάλογα με την κρίση της, που με τα χρόνια ωρίμαζε… Είχαν περάσει δέκα χρόνια  από εκείνη την βραδιά του Αγίου Αθανασίου όταν η Σταματία πληροφορήθηκε από μια φιλενάδα του αδερφού της -που η αδερφή της πήγαινε δευτέρα τάξη δημοτικού- ότι η κυρία  Μένη, η κυρία «της»,  είχε πάψει πια να συνθηκολογεί με την εδώ ζωή και είχε τραβήξει, αμετάκλητα αποφασισμένη, για άλλους τόπους κι άλλα μέρη… Έκλαψε η Σταματία, μα τί μπορούσε πλέον να κάνει;  Μέσα στο πλάνταγμά της έδωσε στο εαυτό της μια υπόσχεση, κάθε χρόνο την ημέρα του Αη-Θανάση να διαβάζει το γράμμα εκείνο φωναχτά για χατίρι της. Από τότε, κάθε τέτοια μέρα, άναβε ένα μικρό κερί και αφού διάβαζε το γράμμα πρώτα βουβά από μέσα της, διορθώνοντάς το, άλλοτε σβήνοντας και άλλοτε προσθέτοντας λέξεις κι εκφράσεις, άρχιζε την απαγγελία. Φέτος ήταν η τεσσαρακοστή πρώτη φορά.  Έξω είχε σουρουπώσει για καλά και το κερί έφεγγε...
 «Καλημέρα κυρία,
 σου γράφω τις λέξεις που δεν βρήκα τρόπο να σου πω… 
Συγχώρεσέ με σε παρακαλώ που νόμιζα πώς ήσουνα θεριό. Τώρα ξέρω πως και τα πληγωμένα κουτάβια μπορεί να μοιάσουν με θεριά όταν ο πόνος τα λιγώνει… Αχ, και να  προλάβαινα να έπιανα με το δίχτυ μου την αστραπή του ψεύτικου εκείνου έρωτα που έπεσε επάνω σου για να ξεθυμάνει την απληστία του. Να φυλάκιζα το φως του, προτού προλάβει να ρουφήξει από μέσα σου με την ψευτιά του όση ζωντάνια βρήκε. Να πρόφταινα ώστε μη βρισκόσουν ποτέ παραπεταμένη, στεγνή, και αποκαμωμένη, σε κείνη την άπνοια πολιτεία που δεν τολμά ούτε η  παραμικρή ελπίδα γιατρειάς να φτερουγίσει πάνω από τα χώματά της. Αχ, και να έβρισκα το θάρρος να σου μιλούσα….
Θα σου έλεγα πως υπάρχουν ακόμα κάποιοι που παρόλη την τυφλότητά τους εξακολουθούν να τρέχουν προς το φως...
Θα σε βοηθούσα, ποτίζοντάς σε με νερό. Θα παρακαλούσα τον Θεό να στείλει με προσοχή σιγανή βροχή, ώστε να φύτρωνε και πάλι το χαμόγελο στην καρδιά σου. Θα έβαζα τα δυνατά μου για να σε βοηθήσω, κι ας είμαι εγώ η μικρή και εσύ η μεγάλη. Ας είσαι εσύ η δασκάλα και ’γω η μαθήτρια.   
Αχ, και να ζούσες! Θα σου πρόσφερα τσάι από το βουνό το πατρικό και θα ερχόμουνα να σε βρίσκω, κάθε σούρουπο, σα μεγαλώνουν οι μοναξιές σε όσους ορφανεύουν από αγάπη. Θα τα καταφέρναμε. Θα πέφταμε, αλλά μαζί θα βρίσκαμε κουράγιο να ξανασηκωθούμε. Θα μιλούσαμε, θα  βγάζαμε το μέσα μας. Θα γλυκαίναμε. Στα αλήθεια γιατρεύεται ο άνθρωπος όταν με ειλικρίνεια ανοίγεται ψάχνοντας σωτηρία. Θα ανάβαμε κάθε μέρα τα φανάρια μας και θα ψάχναμε να βρούμε την χαμένη ανθρωπιά, πρώτα στα σωθικά μας και ύστερα παραπέρα. Θα βγάζαμε στο φως, με την κουβέντα μας, όλα τα άλυτα μυστικά μας και θα παρηγοριόμασταν. Και στο υπόσχομαι θα γέμιζαν οι καρδιές μας με νερό. Ακόμα και τα πιο ξεραμένα πηγάδια τυχαίνει κάποτε να ξαναγιομίσουν όταν ο καλός Θεούλης ρίξει τη σωστή βροχή από τον ουρανό Του.  
Αχ, κυρά-Μένη, άλλος είναι το θεριό. Τώρα το ξέρω. Έμαθα  και το όνομά του και την σπηλιά του. Το γνώρισα. Ξέχασε σε παρακαλώ το μίσος μου και θάψε το σε τόπο ανήλιο. Να ξεχαστεί και να χαθεί ώστε να μην σκιάσει ποτέ ξανά το αντάμωμά μας. Θα αλλάξουν οι καιροί. Θα αλλάξουν όλα στο υπόσχομαι. Θα χαμογελάσεις ξανά και θα χαρείς από καρδιάς και θα με θυμηθείς ότι αλήθεια λέω. Λίγο ακόμα, περίμενε, και δε θα αργήσουν να φανούν εκείνοι οι αντρειωμένοι που δεν αφήνουνε στο πέρασμά τους ούτε ένα θεριό ζωντανό… Να ξέρεις πως όλοι τα σπαθιά τους ακονισμένα τα κρατούν, και όταν τα σηκώνουν απέναντι απ’ το φως λαμπυρίζουν… Τότε τα θεριά τρέχουν αλαφιασμένα να κρυφτούν ουρλιάζοντας. Νομίζουν πως υπάρχει τρόπος να σωθούν. Μάταια, η ώρα τους σίμωσε. Τα κεφάλια τους, το ένα μετά το άλλο, πέφτουν και τα κουφάρια τους ακέφαλα δεν κάνουνε κακό. Και για να σε ησυχάσω, σου λέω πως το θεριό που μέσα μου θαμώνας είχε γίνει, ατρόφησε και δύναμη δεν έχει να σε βλάψει. Έτσι θα χαθούν όλα τους. Δεν θα υπάρξει πια μήτρα μέσα της για να συλληφθούν και να ξαναγεννηθούν. Ποτέ ξανά.
Αλλάζει ο κόσμος κυρά-Μένη, αλλάζει…                                
                                                                                     Η μαθήτριά σου, Σταματία.»

Το σούρουπο είχε φθάσει… Η κυρία-Μένη είχε ησυχάσει πλέον. Όσο για κείνο το κερί της κατάκρισης, το αναμμένο, κάηκε ολάκερο, συνάντησε την άμμο και παρέδωσε το φως του.

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΤΣΙΑΜΤΣΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια: